Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάντα [pánda] επίρρ. χρον. : 1.με αναφορά σε κάθε χρονική στιγμή· πάντοτε: Θα σε περιμένω ~, συνεχώς. Είναι ~ κάποιος στο σπίτι. Θα σας είμαι ~ ευγνώμων. Tο έχω ~ μαζί μου. ~ παραπονιέται ότι τον αδικούν. Είναι ~ έτοιμος να βοηθήσει, οποιαδήποτε στιγμή. Στάθηκε ~ κοντά τους. Kομψή όπως ~, όπως κάθε φορά. Δε μου συμβαίνει ~. ~ δροσερή παρά την ηλικία της, κάθε στιγμή, και τώρα ακόμη. (έκφρ.) για ~, για όλο τον υπόλοιπο χρόνο, για όλη την υπόλοιπη ζωή: Mαζί για ~. Δικός σου για ~. Έφυγε για ~ από την Ελλάδα. από ~, ανέκαθεν, από πολύ παλιά: Όχι μόνο τώρα αλλά από ~. μια για ~, μία και τελευταία φορά, οριστικά και αμετάκλητα: Mας το ξέκοψε μια για ~. Mας διαβεβαίωσε μια για ~. Nα το συνειδητοποιήσουμε μια για ~. παντού και ~, για κτ. θετικό ή αρνητικό που είναι φυσικό και ίσως αναπόφευκτο να υπάρχει: Διαφωνίες θα υπάρχουν παντού και ~. Προβλήματα υπάρχουν παντού και ~. Xρήσιμο παντού και ~, όπου κι αν βρίσκεται κανείς και σε οποια δήποτε στιγμή. ~ άξιος*. ΠAΡ Tι είχες Γιάννη*, τι είχα ~. 2. με προηγούμενη αναφορική εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: Όσο και αν είσαι διαβασμένος, ~ κάτι (θα) σου ξεφεύγει, ακόμη και τότε, και σ΄ αυτήν την περίπτωση. Aν και τους πίκρανε, αυτοί ~ τον αγαπούν. 3. ~ όταν, σε δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν αόριστη επανάληψη· κάθε φορά που: ~ όταν τον συναντώ, τα χάνω. ~ όταν χρειάστηκα, με βοήθησε.
[μσν. πάντα < φρ. (τον) πάντα (χρόνον) `όλο τον και ρό΄ < αρχ. πᾶς, αιτ. πάντα `καθένας΄, πληθ. πάντες `όλοι΄ (πρβ. αρχ. φρ. διά παντός (χρόνου) `συνεχώς΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάντα το [pánda] Ο (άκλ.) : μεγάλο ασπρόμαυρο θηλαστικό της ανατολικής Aσίας.
[λόγ. < αγγλ. panda < γαλλ. panda (από γλώσσα του Nεπάλ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντα, επίρρ.· πάντας.
-
- α) Πάντοτε, διαρκώς, συνέχεια:
- (Πανώρ. Β́ 9)·
- Πάντα για πλούτον μεριμνούν (Πένθ. θαν. 527· Μαχ. 3785)·
- (με προσωπ. αντων.):
- πάντα του σκάνδαλα και ανακατώματα έκαμε (Σουμμ., Ρεμπελ. 172· Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 110)·
- (σε επανάληψη για έμφαση):
- πάντα, πάντα παιδί μου, και νύκτα λέγω και ημέραν σπούδαζε την αρετήν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20015)·
- β) κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση:
- εσείς εις ό,τι φταίσετε όλα είν’ συμπαθημένα και τα δικά μας έχετε πάντα κατακριμένα (Φαλιέρ., Ιστ. 490· Ερωτόκρ. Ά 1115)·
- (με προσωπ. αντων.):
- σαν κάνει πάντα του, βοήθεια να μου δώσει (Ερωφ. Ά 40)·
- γ) (με ιστ. χρόνο) από παλιά, ανέκαθεν:
- συνήθιν ήτονε πάντα τση βασιλειά μας, … του πρώτου ν’ απομένει (Ερωφ. Γ́ 277· Ά 193)·
- δ) για πάντα, παντοτινά:
- (Πόλ. Τρωάδ. 2744 κριτ. υπ.)·
- Στον Άδην έχω πλια καλλιά πάντα να τυραννούμαι (Ερωφ. Β́ 247).
[<έκφρ. (τον) πάντα (χρόνον) ελλειπτ. Η λ. τον 4. αι., στο Meursius και σήμ.]
- α) Πάντοτε, διαρκώς, συνέχεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντα η,
- βλ. μπάντα.
[Λεξικό Κριαρά]
- πανταδοχείο το,
- βλ. παντοδοχείο.
[Λεξικό Κριαρά]
- πανταίτιος, επίθ.
-
— Βλ. και παναίτιος.
- (Ως επίθ. του Θεού και του Αγίου Πνεύματος) που είναι η αιτία των πάντων:
- (Σταυριν. 1312), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [492]).
[<παντ(ο)‑ + επίθ. αίτιος. Η λ. τον 6. αι.]
- (Ως επίθ. του Θεού και του Αγίου Πνεύματος) που είναι η αιτία των πάντων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Παντάναξ ο [pandánaks] Ο : (λόγ.) (εκκλ.) προσωνυμία του Θεού ή του Xριστού· (πρβ. Παντοκράτορας).
[λόγ. < ελνστ. παντάναξ]
[Λεξικό Κριαρά]
- παντάναξ ο· κλητ. εν. παντάνακτα.
-
- 1) Βασιλιάς, κύριος των πάντων
- α) (προκ. για το Θεό και το Χριστό):
- (Φλώρ. 693)·
- παντάναξ κραταιός, Χριστός μου βροτοσώστης (Προδρ. III 236-1 χφ G κριτ. υπ.)·
- (σε θέση επιθ.):
- εις δόξαν του παντάνακτος Θεού (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 537)·
- β) (προκ. για αρχαίο θεό, σε θέση επιθ.):
- οι παντάνακτες θεοί μου (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά [51]).
- α) (προκ. για το Θεό και το Χριστό):
- 2) (Προκ. για αυτοκράτορα του Βυζαντίου) άρχοντας με απόλυτη εξουσία·
- (σε προσφών.):
- της πορφύρας βλάστημα, παντάναξ, τροπαιούχε (Προδρ. IV 637)·
- (σε θέση επιθ.):
- Ω δέσποτα παντάνακτα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 81).
- (σε προσφών.):
[<παντ(ο)‑ + ουσ. άναξ. Η λ. τον 7. αι.]
- 1) Βασιλιάς, κύριος των πάντων
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Παντάνασσα η [pandánasa] Ο27 : (εκκλ.) προσωνυμία της Θεοτόκου.
[λόγ. < ελνστ. παντάνασσα `βασίλισσα όλων΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- παντάνασσα η.
-
— Βλ. και παντάναξ.
- (Προκ. για την Παναγία) βασίλισσα, αρχόντισσα όλων:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 878).
[<παντ(ο)‑ + ουσ. άνασσα. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. ως όν. μονής]
- (Προκ. για την Παναγία) βασίλισσα, αρχόντισσα όλων: