Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνου, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανούκλα η [panúkla] Ο25 : 1.κοινή ονομασία της νόσου πανώλη: Επιδημία πανούκλας. || για έκφραση κατάρας: Που να τον πιάσει / να τον βρει ~, να πάθει μεγάλο κακό. ΠAΡ Σαν πεθάνω από συνάχι*, φάσκελα να ΄χει η ~. 2. (μτφ.) για γυναίκα δύσμορφη και μοχθηρή. (έκφρ.) απ΄ έξω / απέξω κούκλα* κι από μέσα ~.
[μσν. πανούκλα < λατ. panuc(u)la `οίδημα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούκλα η· πανόκλα.
-
- 1) Κοινή ονομασία της νόσου πανώλη:
- εισέ ολίγες ημέρες άναψε η πανούκλα το θανατικό (Χρον. σουλτ. προσθ. 603· Συναδ. φ. 129r)·
- (σε κατάρα):
- πανούκλες στον κώλον του (Σπανός A 357).
- 2) (Μεταφ.) ψυχικός πόνος, οδύνη:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [971]).
[<λατ. panucula. Ο τ. πιθ. από συμφ. με το βεν. panochia· πβ. τ. πανόγλα σήμ. κρητ. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- 1) Κοινή ονομασία της νόσου πανώλη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανουκλιάζω [panuklázo] Ρ2.1α μππ. πανουκλιασμένος : (προφ., λαϊκότρ.) προσβάλλομαι από πανώλη (πανούκλα)· συνήθ. σε κατάρες: Που να πανουκλιάσει, να τον πιάσει πανούκλα, να πάθει μεγάλο κακό. Mας καταστρέψανε, οι πανουκλιασμένοι, οι καταραμένοι, που να είναι καταραμένοι.
[πανούκλ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανουκλιάζω.
-
- Προσβάλλομαι ή πάσχω από πανούκλα·
- (εδώ μεταφ.):
- Διατί να μην έχεις πρόσωπον παρρησιασμένον και καθαρόν, αμή … να είσαι πανουκλιασμένος (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20630).
- (εδώ μεταφ.):
[<ουσ. πανούκλα + κατάλ. ‑ιάζω (άσχ. το παλαιότ. πανουκλίζω, 4. αι., L‑S). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προσβάλλομαι ή πάσχω από πανούκλα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανουκλιάρης -α -ικο [panukláris] Ε9 : α.που έχει προσβληθεί από πανούκλα· πανουκλιασμένος. β. (μτφ.) δύσμορφος και μοχθηρός.
[πανού κλ(α) -ιάρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούργευμα το.
-
- α) Δόλιο ή παραπλανητικό επινόημα, πονηριά:
- ας μισήσομεν τον διάβολον και τα αυτού πανουργεύματα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 358v· Τριβ., Ρε 10)·
- β) πονηρή πράξη, τέχνασμα:
- όρυξαν την τάφρον και …, είχον γαρ τελεσιουργήσαντες το πανούργευμα, ειμή θεία τις δύναμις εκώλυε (Δούκ. 10134-5)·
- γ) στρατηγικό τέχνασμα:
- στρατηγήματα, ήγουν πανουργεύματα των σολδάτων υψηλότατα (Μπερτόλδος 4).
[μτγν. ουσ. πανούργευμα]
- α) Δόλιο ή παραπλανητικό επινόημα, πονηριά:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανουργεύομαι· ενεργ. πανουργεύω.
-
- I. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) ραδιουργώ, δολοπλοκώ (εναντίον κάπ.):
- (Ερμον. Λ πριν στ. 29)·
- Ηρώδης κατά του Χριστού πανουργεύεται ερωτών τους μάγους (Lucar, Sermons 36)·
- (εδώ με αιτιατ. προσώπου):
- ο σκάνθαρος άλλο εμηχανεύθη, εκεί οπού 'τανε ο Ζευς τι τον επανουργεύθη (Αιτωλ., Μύθ. 232).
- II. Ενεργ. (μτβ.)
- α) (εδώ με αντικ. αφηρημένη έννοια) υπονομεύω με δόλια μέσα:
- πανουργεύει την ειρήνην (Δούκ. 13324)·
- β) επιδιώκω κ. με δόλιο τρόπο:
- δεινώς οι Ρωμαίοι παρά των βαρβάρων … εμαστίζοντο, ουκ άλλο το πανουργευόμενον ή ότι καμφθέντες (ενν. οι Ρωμαίοι) αυτούς εξωνήσουσι (Δούκ. 5724‑5).
- α) (εδώ με αντικ. αφηρημένη έννοια) υπονομεύω με δόλια μέσα:
[μτγν. πανουργεύομαι. Το ενεργ. τον 4.(;) αι. και σε σχόλ. (TLG)]
- I. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) ραδιουργώ, δολοπλοκώ (εναντίον κάπ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούργημα το, (Ιστ. Ηπείρ. XII13)· πανούργημαν, (Καλλίμ. 2257).
-
[αρχ. ουσ. πανούργημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανουργία η [panurjía] Ο25 : η ιδιότητα, η ικανότητα του πανούργου· δολιότητα. || πονηρό και δόλιο τέχνασμα: Φυλάξου από τις πανουργίες του.
[λόγ. < αρχ. πανουργία]