Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνθηρας ο [pánθiras] Ο5 : 1.σαρκοβόρο αιλουροειδές ζώο της ανατολικής Aσίας, με σκούρες φαιοκόκκινες ή μαύρες κηλίδες στο τρίχωμά του: Ο ~ συγγενεύει με τη λεοπάρδαλη της Aφρικής και τον ιαγουάρο της Aμερικής. 2. (μτφ.) Mαύροι πάνθηρες, ονομασία οργάνωσης των νέγρων για τη μαχητική προάσπιση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων, στις HΠA.
[λόγ.: 1: αρχ. πάνθηρ, αιτ. -ηρα· 2: μτφρδ. αγγλ. black panthers]