Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνθηρ ο· πανθήρ.
-
- Πάνθηρας:
- (Φυσιολ. 35123).
[αρχ. ουσ. πάνθηρ. Για τον τ. βλ. Steph. Τ. πάνθηρας σήμ.]
- Πάνθηρας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνθηρας ο [pánθiras] Ο5 : 1.σαρκοβόρο αιλουροειδές ζώο της ανατολικής Aσίας, με σκούρες φαιοκόκκινες ή μαύρες κηλίδες στο τρίχωμά του: Ο ~ συγγενεύει με τη λεοπάρδαλη της Aφρικής και τον ιαγουάρο της Aμερικής. 2. (μτφ.) Mαύροι πάνθηρες, ονομασία οργάνωσης των νέγρων για τη μαχητική προάσπιση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων, στις HΠA.
[λόγ.: 1: αρχ. πάνθηρ, αιτ. -ηρα· 2: μτφρδ. αγγλ. black panthers]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανθήρης ο.
-
— Βλ. και πάνθηρ.
- Πάνθηρας:
- εχθρός μόνον του δράκοντος υπάρχει ο πανθήρης (Φυσιολ. (Legr.) 483).
[<ουσ. πανθήριον που απ. σε Γλωσσάρ. ή <ουσ. πάνθηρος αναλογ. προς το τίγρης]
- Πάνθηρας:
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνθηρος ο.
-
— Βλ. και πάνθηρ.
- Πάνθηρας:
- Ποικίλον ζώον γαρ εστίν … ο πάνθηρος ο μέγας (Φυσιολ. (Legr.) 482).
[<ουσ. πάνθηρ αναλογ. με ουσ. σε ‑ος· πβ. τον ήδη μτγν. πληθ. πάνθηροι. Άσχ. το παλαιότ. επίθ. πάνθηρος (6. αι.)]
- Πάνθηρας: