Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνελ το [pánel] Ο (άκλ.) : ομάδα ατόμων που συζητά και εξετάζει, σε δημόσια εμφάνισή της, ορισμένο θέμα: Στο ~ της αποψινής μας εκπομπής συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων.
[λόγ. < αγγλ. panel]
- πανελλαδικός -ή -ό [panelaδikós] Ε1 : που αναφέρεται, γίνεται ή εκδηλώνεται σε όλη την Ελλάδα· (πρβ. πανελλήνιος): Πανελλαδική κινητοποίηση αγροτών. Πανελλαδικές εξετάσεις, των υποψηφίων για τα ανώτατα και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πανελλαδική απεργία. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλαδική κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα.
πανελλαδικώς & πανελλαδικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παν- + ελλαδικός· λόγ. πανελλαδικ(ός) -ώς]
- Πανέλληνες οι [panélines] Ο5 : όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα από τον τόπο γέννησης και διαμονής τους (χρησιμοποιείται συνήθ. σε λόγο και ύφος με εθνεγερτικό και υμνητικό χαρακτήρα): Οι ένδοξοι αγώνες των Πανελλήνων.
[λόγ. < αρχ. Πανέλληνες, ελνστ. σημ.: `σύνδεσμος των ενωμένων Ελλήνων΄]
- πανελλήνιο το [panelínio] Ο40 : το σύνολο των Ελλήνων, όλοι γενικώς οι Έλληνες: Είναι γνωστός στο ~ / ανά το ~, σε πανελλήνια κλίμακα, πανελληνίως. Γελά το ~ με τα καμώματά του, όλος ο κόσμος.
[λόγ. < ελνστ. Πανελλήνιον ναός του Πανελλήνιου Δία (η σημ. κατά το πανελλήνιος)]
- πανελλήνιος -α -ο [panelínios] Ε6 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους γενικά τους Έλληνες ή σε όλη την Ελλάδα· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το τοπικός ή άλλο επίθετο που εμπεριέχει έννοια τοπικού περιορισμού). α. που συμμετέχουν σ΄ αυτόν άνθρωποι από όλες γενικά τις περιοχές της Ελλάδας: Πανελλήνιο συνέδριο. Πανελλήνια οργάνωση. Πανελλήνιοι αγώνες στίβου. β. που συμβαίνει, γίνεται κτλ. σε όλη γενικώς την Ελλάδα: Πανελλήνια απεργία. Πανελλήνιες εξετάσεις. Πανελλήνια έθιμα. || Πανελλήνια απήχηση. || που συμμετέχει σ΄ αυτόν το σύνολο των Ελλήνων: ~ εορτασμός. Πανελλήνιο πένθος. Πανελλήνια συγκίνηση. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλήνια κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα. γ. (ως ουσ.) το πανελλήνιο*.
πανελληνίως & πανελλήνια ΕΠIΡΡ σε όλη την ελληνική επικράτεια: Έγινε ~ γνωστός. [λόγ. < γαλλ. panhellénien `που αναφέρεται σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα΄ < pan- = παν- + Hellèn(e) < αρχ. *Ελλην -ιος, κατά τη σημ. του γαλλ. panhellénique `που αναφέρεται σε όλους τους νεότερους Έλληνες΄ (σύγκρ. ελνστ. Πανελλήνιος επίθ. του θεού Δία ως προστάτη των Πανελλήνων)· λόγ. πανελλήνι(ος) -ως]
- πανέλλιν το.
-
- Θήκη που τοποθετείται κάτω από τις πλευρές της σέλας:
- έβγαλεν την σέλλαν και άννοιξεν το πανέλλιν … και έβαλεν το χαρτίν (Μαχ. 40831· αυτ. 41231).
[<προβ. panel]
- Θήκη που τοποθετείται κάτω από τις πλευρές της σέλας: