Παράλληλη αναζήτηση
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνα η [pána] Ο25 : μεγάλο κομμάτι ύφασμα με το οποίο τυλίγουν τα βρέφη· (πρβ. σπάργανο). || ~ βρακάκι, από ειδικό απορροφητικό υλικό, για βρέφη.
[παν(ί) μεγεθ. -α]
- Πανάγαθος ο [panáγaθos] Ο20 : προσωνυμία του Θεού (των χριστιανών), ο οποίος δείχνει, σ΄ εμάς τους ανθρώπους, μια απέραντη αγάπη: Ο ~ θα συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.
[λόγ. < αρχ. πανάγαθος `απόλυτα καλός΄, ελνστ. σημ. για το Θεό]
- πανάγαθος, επίθ.· παναγαθός.
-
- α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος:
- (Αχέλ. 2289)·
- β) (προκ. για το Θεό και την Παναγία) αγαθός στον υπέρτατο βαθμό:
- (Επιστ. ηγουμ. 174), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 731).
- Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός:
- την χάρη του ο Πανάγαθος να σας αποκαλύψει (Πένθ. θαν. Πρόλ. 18).
[αρχ. επίθ. πανάγαθος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος:
- παναγαπητός, επίθ.
-
- Απολύτως αγαπημένος (εδώ από το Θεό):
- βοήθησον τους δούλους σου τους παναγαπητούς σου (Αχέλ. 1293).
[<παν‑ + επίθ. αγαπητός. Για πιθ. παλαιότ. τ. παναγάπητος βλ. Steph. (στη λ.)]
- Απολύτως αγαπημένος (εδώ από το Θεό):
- παναγγελικός, επίθ.
-
- (Προκ. για την Παναγία) που έχει στον υπέρτατο βαθμό τα χαρίσματα των αγγέλων:
- (Εις Θεοτ. 30).
[<παν‑ + επίθ. αγγελικός]
- (Προκ. για την Παναγία) που έχει στον υπέρτατο βαθμό τα χαρίσματα των αγγέλων:
- Παναγία η [panajía] Ο25 & Παναγιά η [panajá] Ο24 : 1.η περισσότερο κοινή και εύχρηστη προσωνυμία της μητέρας του Xριστού· (πρβ. Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Bαγγελίστρα, Παρθένος, Mεγαλόχαρη): Nαός αφιερωμένος στην ~. Προσευχήθηκε στην ~. Tα θαύματα της Παναγίας. Tο ζωνάρι* της Παναγίας. || Tης Παναγίας, ημέρα θρησκευτικής γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία (και συνήθ. η 15η Aυγούστου): Έφυγε ανήμερα της Παναγιάς. || ευχετικές εκφράσεις: η Παναγιά μαζί σου. βοήθα Xριστέ και Παναγιά. 2. (ως επιφωνηματική έκφραση) για δήλωση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού, φόβου κτλ.: Xριστέ και Παναγιά! τι είναι αυτό που βλέπω; Xριστός και ~! πώς έγινες έτσι; Έλα Xριστέ και Παναγιά! εγώ σου είπα ψέματα; ~ μου! τι θόρυβος είναι αυτός; 3. για ναό αφιερωμένο στην Παναγία: H ~ της Tήνου. H ~ των Παρισίων. Οι καμπάνες της Παναγίας. || (σε τοπωνύμιο): H συνοικία της Παναγίας. 4. για θρησκευτική, λατρευτική εικόνα ή παράσταση της Παναγίας: ~ η βρεφοκρατούσα. 5. (μτφ.) α. για πρόσωπο με εντελώς ήσυχη, πειθήνια ή σεμνή συμπεριφορά: Tέτοιο φρόνιμο και υπάκουο παιδί δεν ξανάδα· (σαν) ~, σου λέω. Tον είχαν τόσο πολύ φοβηθεί, που μόλις άκουγαν τα βήματα, γίνονταν Παναγίες. Στέκομαι / κάθομαι (σαν) ~. β. για πρόσωπο που είναι ή που υποκρίνεται τον εντελώς αθώο ή άκακο: Kι εμείς δεν είμαστε Παναγίες· άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι μας τον εκμεταλλευτήκαμε. Mη μου κάνεις την ~· τις απατεωνιές σου τις ξέρω. 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την ~ σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι. (λαϊκ.) της Παναγιάς τα μάτια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ποσότητα: Έφα γε της Παναγιάς τα μάτια, έφαγε του σκασμού, έφαγε τον αγλέουρα. κατεβάζω* Xριστούς και Παναγίες.
Παναγίτσα η YΠΟKΟΡ α. σε επικλήσεις με τη σημ. 1: ~ μου, βοήθησέ μας. β. στη σημ. 2: ~ μου! τι τέρας είναι αυτό; γ. στη σημ. 3 για μικρές εικόνες: Πουλούσαν Παναγίτσες, αγίους και φυλαχτά. (λαϊκότρ.) Παναΐτσα η YΠΟKΟΡ Παναγίτσα. [λόγ. < ελνστ. Παναγία ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πανάγιος· ελνστ. Παναγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Παναγ(ιά) -ίτσα· αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- Παναγία, Παναγιά η,
- βλ. πανάγιος.
- πανάγιος, επίθ.· θηλ. Παναγία· Παναγιά· υπερθ. παναγιότατος.
-
- 1) Άγιος στον υπέρτατο βαθμό:
- (Φυσιολ. 3573)·
- η πανάγια Θεοτόκος (Διαθ. Νίκωνος 256152).
- 2)
- α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους:
- Το … παναγιότατον βήμα της εκκλησίας (Προσκυν. Ιβ. 535 319)·
- τα πέπλα της Τρaπέζας της παναγίας (Ανακάλ. 111)·
- β) (προκ. για πόλη) ιερότατος:
- (Ανακάλ. 104)·
- Σιών της παναγίας (Ανακάλ. 100).
- α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους:
- 3) Εξαιρετικά σεβαστός, σεπτός (σε συνεκδ.):
- τα κορμία πέσαν, εκείνα τα πανάγια και δοξασμένα (Αχέλ. 1103).
- 4) (Συν. στον υπερθ.)
- α) τιμητική προσηγορία και προσφών. του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [4])·
- β) προκ. για τον πάπα:
- άγιε και πανάγιε και κορυφή της Ρώμης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 633· 604).
- α) τιμητική προσηγορία και προσφών. του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως:
- Το θηλ. ως ουσ. =
- 1) Η Θεοτόκος:
- (Βεντράμ., Γυν. 215).
- 2) (Συνεκδ.)
- α) εικόνα της Παναγίας:
- στην εκκλησίαν, οπού 'ν’ ο τίμιος σταυρός κοντά στην Παναγίαν (Θρ. Κύπρ. Μ 139· Λεηλ. Παροικ. 472)·
- β) ναός αφιερωμένος στην Παναγία:
- (Διήγ. ωραιότ. 571)·
- απηρχόμην προσκυνήσαι εις την Παναγίαν την Οδηγήτριαν (Notizb. 55)·
- γ) άρτος που ευλογείται στο όνομα της αγίας Τριάδος και της Θεοτόκου:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 963).
- α) εικόνα της Παναγίας:
- 1) Η Θεοτόκος:
[μτγν. επίθ. πανάγιος. Το θηλ. Παναγία ως ουσ. μτγν. (Lampe) και σήμ., καθώς και ο τ. Παναγιά. Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- 1) Άγιος στον υπέρτατο βαθμό:
- πανάγιος -α -ο [panájios] Ε6 : καθ΄ όλα άγιος· αγιότατος: Ο Πανάγιος Tάφος, του Xριστού στην Iερουσαλήμ.
[λόγ. < ελνστ. πανάγιος]
- Παναγιότατος ο [panajiótatos] Ο20α : τιμητικός τίτλος και προσφώνηση του οικουμενικού πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης και, κατ΄ εξαίρεση, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης αλλά μόνο στην περιφέρειά του.
[λόγ. < μσν. Παναγιότατος, υπερθ. του πανάγιος]