Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάμφθηνος -η -ο [pámfθinos] & πάμφτηνος [pámftinos] Ε5 : πάρα πολύ φτηνός, που πωλείται ή αγοράζεται σε πολύ χαμηλή τιμή. ANT πανάκριβος: Aγόρασα ένα πάμφθηνο παλτό. || που πουλά αγαθά ή υπηρεσίες σε χαμηλότατη τιμή: Πάμφθηνο εστιατόριο / ξενοδοχείο.
πάμφθηνα & πάμφτηνα ΕΠIΡΡ σε πολύ φτηνή, χαμηλή τιμή. [λόγ. παμ- (δες παν-) + φθηνός· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φθηνός > φτηνός]