Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάμπολλοι -ες -α
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάμπολλοι -ες -α [pámboli] Ε5 : πάρα πολλοί· τόσοι και τόσοι· πάρα πολλοί και διάφοροι· χίλιοι δυο: Πάμπολλα είδη. Πάμπολλες περιπτώσεις.

[λόγ. < αρχ. πάμπολυς, πληθ. πάμπολλοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες