Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάμπα η [pámba] Ο25α : μεγάλη πεδινή έκταση γης στη Nότια Aμερική με αραιή και θαμνώδη βλάστηση όπως η στέπα· στέπα της Nότιας Aμερικής.
[λόγ. < αγγλ. pampa < ισπαν. pampa (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπακερός, επίθ.,
- βλ. βαμβακερός.
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπάκιν το,
- βλ. βαμβάκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπάλαιος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ παλιός·
- (εδώ) πολύ ηλικιωμένος:
- παμπάλαιος … γέρων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 389).
- (εδώ) πολύ ηλικιωμένος:
[αρχ. επίθ. παμπάλαιος. Η λ. και σήμ.]
- Πάρα πολύ παλιός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]