Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλλομαι [pálome] & πάλλω [pálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.εκτελώ μικρές γρήγορες παλινδρομικές κινήσεις· (πρβ. δονούμαι): Όσο ταχύτερα πάλλεται / πάλλει η χορδή, τόσο οξύτερος γίνεται ο ήχος. || τρέμω: Παλλόμενο φως. 2. (μτφ.) τρέμω, δονούμαι κάτω από την επήρεια ενός ισχυρού συναισθήματος: Mε φωνή παλλόμενη από πάθος.
[λόγ. < αρχ. πάλλω, πάλλομαι]