Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλκο το [pálko] Ο39 : ΣYN παλκοσένικο. 1. το σανίδωμα της σκηνής θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος. 2. η δουλειά των καλλιτεχνών του θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος ή ακροάματος: Άνθρωποι του πάλκου όλοι τους, ηθοποιοί, μουσικοί, μίμοι, χορευτές. Ήταν η πρώτη φορά που τραγουδούσε σε κέντρο και δεν είχε πάρει ακόμα τον αέρα του πάλκου.
[ιταλ. palco]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλκοσένικο το [palkoséniko] Ο41 : ΣYN πάλκο. 1. το σανίδωμα της σκηνής θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος. 2. η δουλειά των καλλιτεχνών του θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος ή ακροάματος: T΄ όνειρό της ήταν να βγει στο ~, να παίζει πιάνο, να τραγουδάει. Bγήκε στο ~ πριν από σαράντα χρόνια.
[ιταλ. palcoscenico]