Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάλιν, επίρρ.· επάλι· πάλε· πάλεν· πάλι.
-
- 1)
- α) (Τοπ., συνηθέστ. με ρ. κίνησης) πίσω, προς τα πίσω:
- (Διγ. Esc. 310)·
- να εβγεί … να φαν αντάμα οι δύο αφέντες και πάλι ας μισέψει (Απολλών. 634)·
- β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «πίσω»):
- πάλιν οπισθοπόδησα (Προδρ. I 232· Σφρ., Χρον. 2017).
- α) (Τοπ., συνηθέστ. με ρ. κίνησης) πίσω, προς τα πίσω:
- 2) (Χρον.) ξανά, πάλι, εκ νέου, ακόμη μία φορά
- α) (για να δηλωθεί επανάληψη μιας πράξης ή επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση):
- (Διγ. Z 3144)·
- των ανθρώπων την φυλήν πάλε να την συστήσει (ενν. ο Θεός) (Συναξ. γυν. 44)·
- α φουσκώσει (ενν. η θάλασσα) μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι (Πανώρ. Β́ 258)·
- β) (πλεοναστικά, με ρ. που ήδη περικλείουν την έννοια «ξανά»):
- μ’ αναστεναμούς πολλούς να ξαναλέγεις πάλι (Πανώρ. Γ́ 175· Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 76)·
- γ) (στην αρχή αφήγησης για να εισαγάγει τη συνέχεια ενός κεφαλαίου η εξιστόρηση του οποίου είχε διακοπεί):
- Πάλε ας έρτομεν εις τον ρήγα (Μαχ. 23014· Χρον. Μορ. H 6817)·
- φρ. αλλάττω (ή αλλάσσω) πάλιν τον λόγον (μου), βλ. αλλάσσω IΆ1 φρ.·
- δ) (σε ιδιάζ. χρ., για να δώσει έμφαση):
- Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δεύτερον σε γράφω (Προδρ. III 273‑7 χφ P κριτ. υπ.· Πουλολ. 24)·
- (στο τέλος μιας μεγάλης αφήγησης):
- Τέλος της Κρήτης ο χαλασμός και πάλι τέλος (Σκλάβ. 284· Προδρ. IV 665‑6 χφ P κριτ. υπ).
- α) (για να δηλωθεί επανάληψη μιας πράξης ή επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση):
- 3) (Με αντιθετική σημασ.)
- α) (μόνο του ή έπειτα από ονόματα προσώπων και προσωπ. αντων.) εξάλλου, από το άλλο μέρος, όμως:
- (Θρ. Κύπρ. M 686), (Χρον. Τόκκων 111)·
- εκείνοι τα λαβράκια …, ημείς δε πάλιν τρώγομεν αυτό το πώς το λέγουν (Προδρ. IV 412)·
- β) (συνοδευόμενο από το σύνδ. και σε υποθ. πρόταση που αποτελεί αντίθεση προς μια προηγ. υποθ. πρόταση) αν όμως:
- (Διαθ. 17. αι. 3101)·
- αν ήθελεν ευρεθεί τινάς … αφορμή να μισέψει ο λεγόμενος καλόγερος, να μπορεί να πλερώνεται …· πάλι και ήθελεν μισέψει δίχως αφορμή, να χάνει ό,τι κόπους και αγομέντα έκαμεν (Βαρούχ. 15513)·
- γ) (μόνο του ή συνηθέστ. με το και ή το μα σε πρόταση που εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς μια άλλη προηγ. πρόταση) μολαταύτα, εντούτοις, παρόλ’ αυτά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [136]), (Πανώρ. Ά 212)·
- Εγώ 'μαι που σε έκρυψα, και πάλ’ εμένα βρίζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 12624)·
- ελόγιασα να σκοτωθώ … Μα πάλι δεν ηθέλησα να χάσω τη ζωή μου (Ερωφ. Δ́ 217).
- α) (μόνο του ή έπειτα από ονόματα προσώπων και προσωπ. αντων.) εξάλλου, από το άλλο μέρος, όμως:
- 4) (Για να δηλωθεί αμοιβαιότητα, διαδοχή, χρονική ακολουθία) με τη σειρά, στη συνέχεια, έπειτα:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 609)·
- ο Πώρος τον απεκρίθη και είπε πάλε του Φιλόνη (Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9314).
- 5) (Με προσθετική σημασ.) ακόμη, επίσης, επιπλέον:
- εθλίβη το μεγάλως (ενν. ο πρίγκιπας)· το πρώτον … ότι ήτον (ενν. ο ανεψιός του) καλλιότερος εις όλους τους στρατιώτες … και πάλε, διατό … απίστησεν τον αφέντη του (Χρον. Μορ. H 3256· Χρον. Μορ. H 8952)·
- (σε προεξαγγελτική παράθεση):
- πάλε άλλο χειρότερον …,·με τριακόσιους εκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε (Χρον. Μορ. H 5010)·
- (για να εισαγάγει νέο κεφάλαιο στην αφήγηση):
- Πάλιν πώς εσκοτώθηκεν ο Κύρος άκουσέ το (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 611).
[αρχ. επίρρ. πάλιν. Ο τ. ‑ε στο Somav. (‑αι) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ι ήδη μτγν. και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1)
- παλιν- [palin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό σύμφωνο ή [n] & παλιγ- [paliŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παλιμ- [palim], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλιλ- [palil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & παλιρ- [palir] όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [r] & παλίν- [palín] ή παλίμ- [palím] ή παλίρ- [palír], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 1 [pali], κυρίως σε αντιδάνειες λέξεις : α' συνθετικό κυρίως σε λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει συνήθ. κατεύθυνση προς τα πίσω ή προς την αφετηρία και επανάληψη αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δρομώ· ~όρθωση, παλιγγενεσία, παλιλλογία, παλιμβάκχειος, ~νοστώ, παλίρροια, παλιρροϊκός, παλίμψηστος, παλίνδρομος. || παλικινησία.
[λόγ. < αρχ. παλιν- (& παλιγ-, παλιμ-, παλιλ-, παλιρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίρρ. πάλιν `πάλι, με αντίστροφη κίνηση΄ ως α' συνθ.: αρχ. παλίρ-ροια, παλιν-ῳδία, ελνστ. παλιγ-γενεσία, παλιμ-βάκχειος & διεθ. palin- < αρχ. παλιν-: παλιγ-γένεσις `αναπαραγωγή κληρονομικών χαρακτηριστικών΄ < διεθ. palin- + -genesis]
- παλινδρόμηση η [palinδrómisi] Ο33 : κίνηση τμήματος μηχανισμού εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
[λόγ. < μσν. παλινδρόμησις `υποχώρηση΄ < παλινδρομη- (παλινδρομώ) -σις > -ση σημδ. γαλλ. recul ή αγγλ. recoil]
- παλινδρομικός -ή -ό [palinδromikós] Ε1 : που κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα: Παλινδρομική κίνηση.
παλινδρομικώς & παλινδρομικά ΕΠIΡΡ μπρος πίσω ή πάνω κάτω ή αριστερά δεξιά: Kινούμαι ~, παλινδρομώ. [λόγ. < ελνστ. παλινδρομικός `που επανέρχεται΄ σημδ. αγγλ. retro gressive· λόγ. παλινδρομικ(ός) -ώς]
- παλινδρομώ [palinδromó] Ρ10.9α : 1.(για τμήμα μηχανισμού) κάνω παλινδρομικές κινήσεις· κινούμαι παλινδρομικώς. 2. (μτφ.) δείχνω ότι δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη από δύο διαφορετικές γνώμες.
[λόγ. < αρχ. παλινδρομῶ `επιστρέφω΄ σημδ. γαλλ. reculer ή αγγλ. recoil]
- παλινδρομώ.
-
- Επανέρχομαι, επιστρέφω:
- ουδόλως ηγάπησεν αυτήν (ενν. ο Ιωάννης Παλαιολόγος τη γυναίκα του) …· όθεν και προς τον ίδιον επαλινδρόμησε πατέρα (Ιστ. πολιτ. 68).
[αρχ. παλινδρομέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Επανέρχομαι, επιστρέφω:
- παλιννόστηση η [palinóstisi] Ο33 : 1.η επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρισμός, νόστος: Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η προοπτική της παλιννόστησής του απομακρυνόταν. 2. (μτφ.) για την επιστροφή κάποιου στον ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. χώρο του.
[λόγ. παλιννοστη- (παλιννοστώ) -σις > -ση]
- παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]
- παλιννοστώ [palinostó] Ρ10.9α : επιστρέφω στην πατρίδα μου, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρίζομαι: Είχαν παλιννοστήσει πρόσφατα από το Σουέζ.
[λόγ. < ελνστ. παλινοστῶ `επιστρέφω΄ (ορθογρ. κατά το ελνστ. παλίννοστος `που επιστρέφει΄) σημδ. γαλλ. (se) repatrier]
- παλινόρθωση η [palinórθosi] Ο33 : η επάνοδος μονάρχη που είχε εκδιωχθεί ή η αποκατάσταση μοναρχικού καθεστώτος που είχε καταργηθεί: H ~ των Bουρβώνων στη Γαλλία. H ~ της βασιλείας.
[λόγ. παλινορθω- (παλινορθώ < πάλιν + ορθώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. restauration]