Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλη η [páli] Ο30α : 1.(αθλ.) αγώνισμα σώμα με σώμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθούν ο ένας να ρίξει τον άλλον και να τον ακινητοποιή σει στο έδαφος: Ελληνορωμαϊκή* ~. 2. προσπάθεια, αγώνας για επικράτηση μεταξύ αντίθετων δυνάμεων: H ~ του ανθρώπου ενάντια στα στοιχεία. H ~ του παλιού με το καινούριο. H ~ του Kακού με το Kαλό. H ~ των τάξεων, στην κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. πάλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλη η· απάλη.
-
- 1) Πάλη:
- (Βίος Αλ. 2414).
- 2)
- α) Αγώνας, μάχη·
- (εδώ) κατόρθωμα:
- του Διγενή τα άθλα και τες πάλες (Διγ. O 2157)·
- (εδώ) κατόρθωμα:
- β) (μεταφ.) πνευματικός αγώνας:
- η πάλη και ο πόλεμος οπού έκαμε (ενν. ο άνθρωπος) να δεχθεί τον λογισμόν ή όχι (Χίκα, Μονωδ. 121).
- α) Αγώνας, μάχη·
[αρχ. ουσ. πάλη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πάλη: