Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλεμα το [pálema] Ο49 : α.αγώνας πάλης· πάλη: «Δεν είναι τούτο ~ σε μαρμαρένια αλώνια, εδώ να στέκει ο Διγενής κι εκεί να στέκει ο Xάρος». β. αγώνας μεταξύ αντιθέτων ή αντιπάλων· έντονη σύγκρουση ή αντιπαράθεση: Tο ~ της στοχαστικής και ενεργητικής διάθεσης.
[παλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλεμα το.
-
- Το αγώνισμα της πάλης:
- άλλοι στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [71]· Σαχλ., Αφήγ. 255)·
- φρ. πιάνω πάλεμα με κάπ. = παλεύω, αναμετριέμαι με κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ.Δ́ [1142]).
[<παλεύω + κατάλ. ‑μα. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (‑αι‑) και σήμ.]
- Το αγώνισμα της πάλης: