Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλε [pále] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) πάλι.
[μσν. πάλε < πάλι κατά τα πότε, τότε]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλε, επίρρ.,
- βλ. πάλιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλεμα το [pálema] Ο49 : α.αγώνας πάλης· πάλη: «Δεν είναι τούτο ~ σε μαρμαρένια αλώνια, εδώ να στέκει ο Διγενής κι εκεί να στέκει ο Xάρος». β. αγώνας μεταξύ αντιθέτων ή αντιπάλων· έντονη σύγκρουση ή αντιπαράθεση: Tο ~ της στοχαστικής και ενεργητικής διάθεσης.
[παλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλεμα το.
-
- Το αγώνισμα της πάλης:
- άλλοι στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [71]· Σαχλ., Αφήγ. 255)·
- φρ. πιάνω πάλεμα με κάπ. = παλεύω, αναμετριέμαι με κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ.Δ́ [1142]).
[<παλεύω + κατάλ. ‑μα. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (‑αι‑) και σήμ.]
- Το αγώνισμα της πάλης:
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλεν, επίρρ.,
- βλ. πάλιν.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλέντσα η,
- βλ. παλέτσα.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλέστρα η,
- βλ. μπαλέστρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλεστράδα η,
- βλ. μπαλεστράδα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλέτα η [paléta] Ο25 : α.λεπτή πλάκα (από ξύλο) πάνω στην οποία ο ζωγράφος απλώνει και αναμειγνύει τα χρώματα. β. η ιδιαίτερη χρωματική κλίμακα ζωγράφου, τα χρώματα που χρησιμοποιεί: Πλουτίζει την ~ του με τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Πλούσια / αυστηρή / λιτή ~.
[γαλλ. palett(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλέτσα η· παλέντσα· παλιάτσα.
-
— Βλ. και παλέτσι.
- 1) Μεγάλος σάκος από χοντρό ύφασμα για τη μεταφορά αχύρου, ο οποίος χρησιμοποιείται παραγεμισμένος με άχυρα και ως στρώμα, αχυρόστρωμα· κάλυμμα, θήκη στρώματος:
- Με την παλέντσα τη χοντρή και μ’ άχερα τση κάνει στρώμα (Ερωτόκρ. Δ́ 581 κριτ. υπ.)·
- εις την λεγομένην παλέτσα να βάλω μαλλία λίτρες κέ́ (Ολόκαλος 6417).
- 2) (Κατ’ επέκταση) σκέπασμα φτιαγμένο από το ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται σάκοι για τη μεταφορά αχύρου:
- μία παλέτσα να τη κουκλώνεται (Βαρούχ. 9221).
[πιθ. <ιταλ. pagliaccia (<paglia) ή <ιταλ. pagliaccio (<paglia). Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Μεγάλος σάκος από χοντρό ύφασμα για τη μεταφορά αχύρου, ο οποίος χρησιμοποιείται παραγεμισμένος με άχυρα και ως στρώμα, αχυρόστρωμα· κάλυμμα, θήκη στρώματος: