Παράλληλη αναζήτηση
121 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάλα η [pála] Ο25 : πλατύ και κυρτό σπαθί.
[τουρκ. pala (προφ. [palá] ) με μετακ. τόνου(;)]
- πάλα η,
- βλ. μπάλα.
- παλαβιάρης -α -ικο [palavjáris] Ε9 : (προφ., συνήθ. χλευ.) παλαβός. || (ως ουσ.).
[παλαβ(ός) -ιάρης]
- παλαβός, επίθ.
-
- Ανισόρροπος, τρελός:
- παλαβούς τους λέγουνε τους ξένους εις τα ξένα (Περί ξεν. 56).
[<επίθ. παλαλός (σήμ. ποντ.) <μτχ. απολωλώς του αρχ. απόλλυμι. Κατά Χατζιδάκι <ουσ. παλάβια <παλάβρα. Κατά Kretschmer και Φιλήντα <αρχ. διαλεκτ. επίθ. παλαός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ανισόρροπος, τρελός:
- παλαβός -ή -ό [palavós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με τρόπο που γενικά δείχνει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη έλλειψη σύνεσης, φρόνη σης ή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας· χαζός, τρελός, ανισόρροπος. || για ζώο που εκδηλώνει ή έχει μια ασυνήθιστη, παράδοξη και υπερβολικά ζωηρή συμπεριφορά: Παλαβό σκυλί. Γάβγιζε σαν παλαβό. 2. (για συμπεριφορά, πράξη, λόγο κτλ.) που δείχνει έλλειψη σύνεσης ή σοβαρότητας· ανόητος, τρελός: Παλαβά καμώματα / λόγια. Παλαβό ντύσιμο. Παλαβές κουβέντες. || ριψοκίνδυνος, παράτολμος. 3. (ως ουσ.) α. τα παλαβά, παλαβή συμπεριφορά· παλαβωμάρες: Άρχισε πάλι τα παλαβά του. β. η παλαβή, στη ΦΡ το ρίχνω στην παλαβή ή κάνω την παλαβή, προσποι ούμαι τον αδιάφορο ή τον αμέτοχο, κάνω πως δε με ενδιαφέρει κτ.
παλαβά ΕΠIΡΡ. [παλάβρ(α) -ός με ανομ. αποβ. του δεύτερου υγρού συμφ.]
- παλάβρα 1 η [palávra] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) α. λόγος ανόητος· παλαβωμάρα. β. κενόλογη κομπορρημοσύνη.
[αντδ. < ισπαν. palavra `λέξη΄ (η νέα σημ. στα ισπανοεβραίικα) < λατ. parabola `παραβολή, λόγια του Χριστού΄ < ελνστ. παραβολή (του Χριστού)]
- παλάβρας ο [palávras] Ο3 & παλάβρα 2 η [palávra] Ο25α : (προφ., χλευ.) για άνθρωπο: α. ανόητο, παλαβό, παλαβιάρη. β. κενολόγο, καυχησιάρη, κομπορρήμονα.
[παλάβρ(α) 1 -ας· παλάβρ(ας) -α]
- παλαβωμάρα η [palavomára] Ο25α : α.η ιδιότητα του παλαβού, η έλλει ψη σύνεσης, ορθοφροσύνης· τρέλα, ζούρλα: Tον έπιασε η ~ του και δεν ακούει κανέναν. β. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, που δείχνει έλλειψη σύνεσης, περίσκεψης, ορθοφροσύνης· επιπολαιότητα, απερισκεψία, ανοησία, κουταμάρα, τρέλα: Πρόσεξε μην κάνεις καμιά ~. Άσε τις παλαβωμάρες και σοβαρέψου.
[παλαβ(ός) -ωμάρα]
- παλαβώνω [palavóno] Ρ1α μππ. παλαβωμένος : 1.κάνω κπ. παλαβό, τον μουρλαίνω, τον τρελαίνω: Mας παλάβωσε με τις φωνές του. 2. γίνομαι παλαβός, ή συνηθέστερα, κάνω σαν παλαβός· τρελαίνομαι, μουρλαίνομαι: Παλάβωσαν από τη χαρά τους, ξετρελάθηκαν. Παλάβωσα από τις φωνές τους.
[παλαβ(ός) -ώνω]
- παλάγκο το [paláŋgo] Ο39 : (ναυτ., τεχν.) σύστημα τροχαλιών· πολύσπαστο: Tους ανέβασαν στο κατάστρωμα με το ~.
[αντδ. < παλ. ιταλ. palangο < υστλατ. *palanca < αρχ. φαλαγγ- (φάλαγξ) στη σημ.: `ξύλινοι κύλινδροι για μετακίνηση μεγάλων βαρών΄]