Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάκο το [páko] Ο39 : πακέτο (συνήθ. μεγάλο)· κουτί, κούτα: Kρατούσε ένα βαρύ ~. Aγόρασε δύο πάκα τσιγάρα. || δεσμίδα (πολλών όμοιων πραγμάτων): Δύο πάκα χαρτί. Ένα ~ χαρτονομίσματα.

[ιταλ. pacco (< pacchetto δες στο πακέτο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες