Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάθος το [páθos] Ο46 : 1.συναίσθημα, τάση ή επιθυμία που κυριαρχεί πάνω στη συνείδησή μας με έναν τρόπο συνεχή και τόσο έντονο, ώστε να μην ελέγχεται από την κρίση μας και να καθορίζει τη γενική συμπεριφορά μας: Aνθρώπινα / ταπεινά / ευγενή πάθη. Tα πάθη, ακόμα και τα ευγενή, είναι για να καταδυναστεύουν τον άνθρωπο. Tο ~ της ζήλιας / της εκδίκησης / της φιλαργυρίας / της χαρτοπαιξίας / του κρασιού. Παροδικό / έμμονο / φλογερό / αχαλίνωτο / βίαιο / παράφορο / τυφλό ~. Kυριεύομαι / καταλαμβάνομαι από ~. Xωρίς φόβο και ~. Θρησκευτικό / ερωτικό ~. H όξυνση των πολιτικών παθών μπορεί να αποβεί μοιραία για τη χάραξη εθνικής πολιτικής. Tους είχε τυφλώσει το μίσος τους και το ~ τους για εκδίκηση. Δούλος του πάθους του. 2. θερμή συναισθηματική εκδήλωση· υπέρμετρος ενθουσιασμός, συναισθηματικότητα: Tην αγαπούσε με ~. Aγωνίστηκε με ~. Mιλά / τραγουδά με ~. 3α. έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης για κτ.: Έχω ~ με το ποδόσφαιρο / με τη μουσική / με την ποίηση. β. αντικείμενο πάθους: H πολιτική είναι το ~ του. 4. (για έργο λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό κτλ.): Ποίημα γραμμένο με ~. Σελίδες γεμάτες ~. Πίνακας ζωγραφικής που εκπέμπει ~. 5. (συνήθ. πληθ.) σειρά ψυχικών και σωματικών ταλαιπωριών, βασάνων, περιπετειών· (πρβ. παθήματα): Tα Πάθη του Xριστού / τα Άγια Πάθη / το Θείο Πάθος, η σύλληψη και η σταύρωση του Xριστού. H Εβδομάδα των Παθών, η Mεγάλη Εβδομάδα. (έκφρ.) τραβώ τα πάθη του Xριστού*. ΦΡ τραβώ* του λιναριού τα πάθη / των παθών μου τον τάραχο. εβδομάδα* των παθών. 6. (πληθ., γραμμ.) οι μεταβολές τις οποίες παθαίνουν οι φθόγγοι, με αποτέλεσμα μια λέξη να διαφοροποιείται από το συνηθισμένο τύπο της: Πάθη φθόγγων / συμφώνων / φωνηέντων.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάθος (2-4: & σημδ. γαλλ. passion· 6: λόγ. < αρχ. πάθη)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθός ο [paθós] Ο17 : (λαϊκότρ.) αυτός που έπαθε κτ. κακό· (πρβ. παθών). (έκφρ.) ο ~ μαθός, όποιος έπαθε κτ. κακό απέκτησε αρκετή πείρα, ώστε να μην επαναλάβει το ίδιο σφάλμα ή την ίδια παράλειψη.
[μτχ. αορ. παθ(ών) του αρχ. ρ. πάσχω μεταπλ. -ός (σύγκρ. μαθός, γέρος, χάρος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάθος (I) ο.
-
- Αρρώστια, πάθηση·
- (εδώ μεταφ.) νοσηρή κατάσταση:
- Ω πάθος πὂναι αγιάτρευθος … γυναίκα να 'ναι πονηρή (Βεντράμ., Γυν. 61).
- (εδώ μεταφ.) νοσηρή κατάσταση:
[<ουσ. πάθος το με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αρρώστια, πάθηση·
[Λεξικό Κριαρά]
- πάθος (II) το· πάθο· πληθ. πάθητα.
-
- 1)
- α) Αυτό που παθαίνει ή έχει ήδη πάθει κάπ., συν. δυσάρεστο και απροσδόκητο συμβάν:
- (Καλλίμ. 1262), (Σπαν. (Μαυρ.) P 147)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- (Καλλίμ. 1826), (Βέλθ. 389)·
- β) (προκ. για πράγμα) ζημιά, φθορά:
- κατέβρεχεν αυτήν (ενν. τη χωνεία) ελαίῳ και συν τούτῳ επληρούντο τα ένδον αυτής αερώδη πάθη (Δούκ. 34118).
- α) Αυτό που παθαίνει ή έχει ήδη πάθει κάπ., συν. δυσάρεστο και απροσδόκητο συμβάν:
- 2)
- α) Μειονέκτημα, ελάττωμα:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 92), (Ερμον. Β 344)·
- β) νομικό ελάττωμα·
- (εδώ προκ. για τον κλονισμό εγκυρότητας διαθήκης):
- Τες διαθήκες τρία πάθει τες ενοχλεί: ρήξη, ακυρωσία και ατέλεια (Νομοκριτ. 106).
- (εδώ προκ. για τον κλονισμό εγκυρότητας διαθήκης):
- α) Μειονέκτημα, ελάττωμα:
- 3)
- α) Συμφορά, ατυχία, αναποδιά:
- (Διγ. A 4116), (Καλλίμ. 1025), (Θρ. Κων/π. διάλ. 76)·
- (συχνότ. η χρ. του πληθ. πάθη στα μεσν. κείμ.) συμφορές, βάσανα:
- (Κορων., Μπούας 19), (Πανώρ. Γ́ 17)·
- έκφρ. αποθαμένα πάθη = ο πόνος, η οδύνη του θανάτου:
- (Ερωτόκρ. Έ 753)·
- φρ.
- (1) βάλλομαι εις πάθος,βλ. βάλλω 1ε·
- (2) γυρίζω στα πάθη = ταλαιπωρούμαι:
- (Φορτουν. Δ́ 95)·
- (3) δίδω πάθη, βλ δίδω IÁ7γ φρ.·
- β) ερωτικό βάσανο, καημός:
- (Ερωτόκρ. Ά 395), (Φορτουν. Γ́ 250)·
- γ) (προκ. για το μαρτύριο και τη σταύρωση του Χριστού):
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 270)·
- εις τον καιρόν του πάθους του … Ιησού Χριστού (Γεωργηλ., Βελ. Λ 107)·
- έκφρ. Άγια Πάθη = εικόνισμα της σταύρωσης:
- (Byz. Kleinchron. Á 8447)·
- δ) (συνεκδ.) εξιστόρηση παθημάτων:
- Πάθη ποτέ και κλάηματα … δε μπορούσι βάσανα να λιγάνουσι (Πανώρ. Ά 225).
- α) Συμφορά, ατυχία, αναποδιά:
- 4)
- α) Βιαιοπραγία, κακοποίηση:
- έπεσεν εις τόσα βάρη (ενν. η πόλη των Κυδωνιατών) από των Τούρκων τα πάθη (Διακρούσ. 7092)·
- β) κίνδυνος:
- βλέποντας την συμβίαν του στα πάθη εσφάγη μέσα στση καρδιάς τα βάθη (Λεηλ. Παροικ. 399)·
- γ) φόβος:
- Λαφόπουλον την μάννα του ερώτησε …: «Μητέρα μου, πώς έχεις τόσα πάθη; …» (Αιτωλ., Μύθ. 552).
- α) Βιαιοπραγία, κακοποίηση:
- 5)
- α) Αρρώστια:
- (Βίος Αλ. 3031)·
- εις το της απεψίας εμπίπτει πάθος (Ιεροκοσ. 45325)·
- έκφρ. βουβωνικόν πάθος, βλ. ά. βουβωνικός·
- β) απόστημα, οίδημα:
- Εις αγκάθι να σέβει εις χείρα … να σκάσει πάθος (Ιατροσ. κωδ. σνέ)·
- γ) πληγή:
- γυμνόν εις την κοπριά με πάθη αρρωστημένον (Βεντράμ., Γυν. 102).
- α) Αρρώστια:
- 6)
- α) Έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης, ακατανίκητη επιθυμία για κ.:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 122), (Εις Θεοτ. 48)·
- β) ερωτικός πόθος, σαρκική επιθυμία:
- (Καλλίμ. 1076, 1079), (Ιστ. Βλαχ. 1978)·
- γ) κακή συνήθεια, έξη:
- εις αρσενοκοιτίας πάθος ενέπεσε (Ιστ. Ηπείρ. XVI13· Αιτωλ., Μύθ. 476).
- α) Έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης, ακατανίκητη επιθυμία για κ.:
[αρχ. ουσ. πάθος. Ο πληθ. πάθητα και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- 1)