Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάγωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάγωμα το [páγoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του παγώνω. 1α. μεταβολή σε πάγο: Tο ~ του νερού / της λίμνης. || (για ποτά ή τρόφιμα) υποβολή σε χαμηλή θερμοκρασία: Tο ~ του κρασιού. β. το να υφίσταται κτ. τη βλαπτική επίδραση πολύ δυνατού ψύχους: Tο ~ των δέντρων. 2. (μτφ.) το να σταματά κτ. σε ορισμένο σημείο, να μην προχωρεί, εξελίσσεται, αυξάνεται κτλ. άλλο: Tο ~ των τιμών / των μισθών / των ενοικίων. Tο ~ των διαπραγματεύσεων. Tο ~ των σχέσεων δύο χωρών. || (οικον.): Tο ~ των πιστώσεων / των καταθέσεων.

[μσν. πάγωμαν < παγώ(νω) -μα(ν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες