Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάγκος ο,
- βλ. μπάγκος.
- πάγκος 1 ο [páŋgos] & μπάγκος ο [báŋgos] Ο18 : 1.επίμηκες τραπέζι ή άλλη παρόμοια κατασκευή για κάθε είδους χειρωνακτική εργασία: Ο ~ ενός τεχνίτη / του ξυλουργού / του ράφτη. Ξύλινος / μαρμάρινος / σιδερένιος ~. ~ κουζίνας. ~ ενός καταστήματος / πωλητή. Έστησαν τους πάγκους τους στην πλατεία και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. 2. κάθισμα για πολλά άτομα, που αποτελείται από μία επιμήκη οριζόντια σανίδα, συνήθ. χωρίς ράχη: Οι πάγκοι μιας αίθουσας αναμονής· (πρβ. παγκάκι). || (ειδικότ.) η οριζόντια σανίδα στην οποία κάθεται ο κωπηλάτης μιας βάρκας. ΦΡ κάθε κατεργάρης* στον πάγκο του.
[μσν. πάγκος, μπάγκος < ή ιταλ. banco -ς < παλ. γερμ. Bank `κορμός κομμένος στο μήκος, τραπέζι΄ (και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα) ή παλ. ιταλ. *panco < panca < γερμ. panca (τύπος άλλης διαλέκτου των παλ. γερμ.) (και ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]
- πάγκος 2 ο : (ναυτ., λαϊκότρ.) αμμώδης ή βραχώδης ανύψωση του βυθού της θάλασσας τόσο, ώστε να μη φαίνεται αλλά και να μην επιτρέπει την πλεύση σκάφους· (πρβ. σύρτη): Πού ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι, όλα τα ήξερε.
[ιταλ. banco -ς (δες πάγκος 1, δεύτερη σημ. της ιταλ. λ.)]
- παγκόσμιος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που ανήκει ή αναφέρεται σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους:
- εγίνετο λοιμική νόσος παγκόσμιος (Byz. Kkeinchron. Á 26190· Σφρ., Χρον. 9423)·
- (σε μεταφ.):
- Διαβολεύς γαρ άνθρωπος … φυσά, τινάσσει κύματα τῃ παγκοσμίῳ σκάφει (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 404)·
- β) που αφορά όλους τους ανθρώπους, πανανθρώπινος:
- (Γλυκά, Αναγ. 89)·
- ο λόγος του Θεού ενεδύθη την ανθρωπείαν φύσιν, ίνα … δυνηθεί κατορθώσαι το παγκόσμιον αγαθόν (Ιστ. πατρ. 8715).
- α) Που ανήκει ή αναφέρεται σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους:
- 2) Περίτεχνα στολισμένος:
- στέφανον τον παγκόσμιον … συντεθειμένον εκ χρυσού, λίθων τιμιοτάτων (Διγ. Gr 1669).
[μτγν επίθ. παγκόσμιος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- παγκόσμιος -α -ο [paŋgózmios] Ε6 : I.που αναφέρεται σε όλον τον κόσμο, στο σύνολο (ή στο μεγαλύτερο μέρος) των χωρών και των λαών της γης: Παγκόσμια γεωγραφία / ιστορία. Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας. Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια. || Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, του 1914-18 και 1939-45, στους οποίους συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη της γης. H απειλή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου / μιας παγκόσμιας σύρραξης. || που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλο τον κόσμο: Tο πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Γεγονότα με παγκόσμια σημασία. Παγκόσμια Οργάνωση Yγείας. Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία. Παγκόσμια ειρήνη. Kαλλιτέχνης με παγκόσμια φήμη / ακτινοβολία· (πρβ. διεθνής). || Παγκόσμιο ρεκόρ. Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου / πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, στο οποίο συμμετέχουν όλες (σχεδόν) οι χώρες του κόσμου. (επιρρ. έκφρ.) σε παγκόσμια κλίμακα, σε όλο τον κόσμο. II. που αναφέρεται σε όλο τον κόσμο, στο σύμπαν: Παγκόσμια έλξη, η αμοιβαία έλξη μεταξύ των ουράνιων σωμάτων. Παγκόσμια αρμονία.
παγκοσμίως & παγκόσμια ΕΠIΡΡ στη σημ. I σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη ή σε όλους τους ανθρώπους: Έγινε ~ γνωστός· (πρβ. διεθνώς). [λόγ.: Ι: αρχ. παγκόσμιος· ΙI: σημδ. κατά το γαλλ. univers `σύμπαν΄· λόγ. < ελνστ. παγκοσμίως]
- παγκοσμιότητα η [paŋgozmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του παγκόσμιου, εκείνου που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλον τον κόσμο· (πρβ. οικουμενικότητα): H ~ ενός προβλήματος / ενός φαινομένου.
[λόγ. παγκόσμι(ος) -ότης > -ότητα]