Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάγκαλος, επίθ.· υπερθ. παγκάλλιστος.
-
- 1) Πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος:
- (Διγ. Z 907), (Ερμον. Α 279)·
- (εδώ πλεοναστικά):
- είδα … τα πάγκαλά της τα κάλλη (ενν. της κόρης) (Διήγ. Αλ. E (Lolos) 30910 (έκδ. παγκάλη)).
- 2)
- α) Πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός:
- (Βεντράμ., Γυν. 167)·
- (σε προσφών.):
- (Διγ. Z 3268)·
- Ω βασιλεύ παγκάλλιστε (Διήγ. Βελ. χ 140)·
- β) (προκ. για τη χριστιανική εκκλησία):
- (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 124)·
- γ) (προκ. για Θεό):
- (Διγ. Gr. 1467).
- α) Πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός:
[αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ο υπερθ. βαθμός σε επιγρ. (L‑S) και τον 8.-9. αι. (TLG). Η λ. και σήμ.]
- 1) Πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάγκαλος -η -ο [páŋkalos & páŋgalos] Ε5 : που είναι σε όλα πολύ ωραίος· πανέμορφος, πανώριος: Οι πάγκαλες μορφές των αγγέλων.
[λόγ. < αρχ. πάγκαλος]