Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάγιος -α -ο [pájios] Ε6 : α.(για χρηματικό ποσό) που παραμένει σταθερός, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις μεταβολές άλλων παραγόντων: Πάγια έσοδα / έξοδα. Πάγιο κεφάλαιο, από τα οικονομικά αγα θά που χρησιμοποιούνται σε μια παραγωγική διαδικασία εκείνα που δεν υφίστανται σημαντικές αλλοιώσεις (π.χ. μηχανήματα, εργαλεία κτλ.). Πάγια τιμή. Πάγιες εισφορές / δαπάνες. Πάγια τέλη. || (ως ουσ.) το πάγιο, ποσό που χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό κατανάλωσης ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος της. β. που είναι σταθερός και αμετάβλητος: Πάγια τακτική / θέση / νομοθεσία. ~ στόχος. Πάγιο εκλογικό σύστημα. Πάγια νομοθεσία. Πάγιες διατάξεις. Πάγιες απόψεις. Πάγια συνήθεια. Πάγια διαδικασία. Πάγιες ρυθμίσεις.
(λόγ.) παγίως ΕΠIΡΡ. [λόγ.: β: αρχ. πάγιος `στερεός, σταθερός΄· α: σημδ. γαλλ. consolidé· λόγ. < αρχ. παγίως]