Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ούτι το [úti] Ο44α : λαϊκό μουσικό όργανο, είδος λαούτου.
[τουρκ. ut -ι (από τα αραβ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ούτι (I), σύνδ.,
- βλ. ούτε.
[Λεξικό Κριαρά]
- ούτι (II), αντων.,
- βλ. είτι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουτιδανός, επίθ.
-
- Ανάξιος, τιποτένιος, ασήμαντος:
- (Ροδινός 156), (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122).
[αρχ. επίθ. ουτιδανός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ανάξιος, τιποτένιος, ασήμαντος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουτιδανός -ή -ό [utiδanós] Ε1 : (λόγ., για πρόσ.) τιποτένιος.
[λόγ. < αρχ. οὐτιδανός]