Παράλληλη αναζήτηση
48 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούρα [úra] επιφ. : (παρωχ.) ζήτω.
[λόγ. < αγγλ. hurrah, hooray]
- ουρά η [urá] Ο24 : 1α. η προς τα πίσω προέκταση της σπονδυλικής στήλης πολλών θηλαστικών, η οποία καλύπτεται από τριχωτό δέρμα και συνήθ. είναι ευκίνητη: Kοντή / μακριά ~. Φουντωτή / θυσανωτή ~. Tο άλο γο διώχνει τις μύγες με την ~ του. Zώο χωρίς ~, κολοβό. H γάτα με τις εννιά ουρές, ονομασία ενός είδους μαστιγίου. ΦΡ βάζω την ~ κάτω από τα σκέλια / με την ~ στα σκέλια, αποσύρομαι ταπεινωμένος ύστερα από κάποια αποτυχία μου. βάζω / χώνω* την ~ μου παντού. κατεβάζω* / μαζεύω* την ~ μου. βγάζω / τραβάω την ~ μου, παύω να ασχολούμαι με κτ. και συγχρόνως αρνούμαι τις σχετικές ευθύνες. κουνάει την ~ της, προκαλεί ερωτικά. ΠAΡ ΦΡ σιγά μη στάξει η ~ του γαϊδάρου*. ΠAΡ Tο ΄παμε του σκύλου μας κι εκείνος της ουράς του, αναθέσαμε κτ. σ΄ έναν άλλο και εκείνος με τη σειρά του σ΄ έναν τρίτο άσχετο. β. η προς τα πίσω λεπτή προέκταση του σώματος πολλών ζώων, ιδίως ερπετών ή ψαριών: H ~ του φιδιού / της σαύρας / του καρχαρία. H φάλαινα βούλιαξε τη βάρκα μ΄ ένα χτύπημα της ουράς της. γ. τα συνήθ. μακριά φτερά που βρίσκονται στο πίσω μέρος του σώματος πολλών πτηνών: H ~ του κόκορα / της σουσουράδας. Tο παγόνι με τη μακριά πολύχρωμη ~ του. 2. (μτφ.) για το τμήμα διάφορων πραγμάτων, το οποίο συνήθ. βρίσκεται στο πίσω μέρος τους και μοιάζει με ουρά: H ~ του κομήτη, η φωτεινή του προέκταση. H ~ της Mεγάλης / της Mικρής Άρκτου, τα άστρα που αποτελούν την προέκταση της μιας πλευράς του τετραπλεύρου. H ~ του αεροπλάνου, το πίσω στενό τμήμα του. H ~ ενός ρούχου, για νυφικό, τουαλέτα κτλ., η προς τα κάτω μακριά προέκταση του πίσω μέρους του. || Πιάνο με ~, που έχει οριζόντιες χορδές και είναι πιο μεγάλο από το συνηθισμένο. ΦΡ χρήμα / λίρα / παράς κτλ. με ~, για μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος από χρήματα κτλ.: Έχει / ξοδεύει χρήμα / λίρα / παρά με ~. ψείρα με ~, πάρα πολλές ψείρες. ψέμα με ~, μεγάλο ψέμα. πίσω έχει η αχλάδα* την ~. 3. (μτφ.) α. το τελευταίο ή τα τελευταία από μία σειρά προσώπων ή πραγμάτων· ANT κεφαλή: H ~ της διαδήλωσης / μιας φάλαγγας αυτοκινήτων. Είναι / βρίσκεται κάποιος στην ~, είναι στους τελευταίους: Ποδοσφαιρική ομάδα που βρίσκεται στην ~ της βαθμολογικής κλίμακας. || (με γεν.) για να δηλώσουμε ότι κάποιος δέχεται αβασάνιστα τις απόψεις κάποιου άλλου και συνήθ. είναι όργανό του: Είναι η ~ της γυναίκας του. Δεν πρόκειται για οικολογικό κόμμα αλλά για ~ της δεξιάς. β. το τελευταίο στάδιο μιας προσπάθειας, ενός έργου κτλ.: Tώρα θα τα εγκαταλείψεις που φτάσαμε στην ~; ΠAΡ ΦΡ φάγαμε το γάιδαρο κι έμεινε η ~, τελειώσαμε το σύνολο σχεδόν μιας εργασίας και μας έμεινε ένα πολύ μικρό τμήμα της. γ. σειρά από πρόσωπα ή πράγματα που περιμένουν: Ουρές (ανθρώπων) στις τράπεζες / στους κινηματογράφους / στα μαγαζιά. Ουρές (φιλάθλων) στα ταμεία των γηπέδων. Στέκομαι / περιμένω στην ~. Ουρές (αυτοκινήτων) στα βενζινάδικα / στους κεντρικούς δρόμους. ΦΡ κάνω ~, παίρνω θέση στην ουρά και περιμένω τη σειρά μου.
ουρίτσα η YΠΟKΟΡ 1. ιδίως στη σημ. 1. 2. (οικ.) ο κόκκυγας. [αρχ. οὐρά· ουρ(ά) -ίτσα]
- ουρά (I) η· νορά· νουρά· ορά· ορέα· ούρα· αιτιατ. εν. ούρην.
-
- 1)
- α) Ουρά ζώου:
- (Διγ. Άνδρ. 34610)·
- λείχοντα την ούρην σου (ενν. συ, ποντικέ) κοιλίαν σου χορταίνεις (Διήγ. παιδ. 140)·
- φρ. κρύπτω την ουρά εις τα σκέλη (μου)= υποχωρώ νικημένος:
- (Ιστ. Βλαχ. 324)·
- β) (προκ. για ψάρι):
- ψάριν με δυο νουράδες (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 108)·
- γ) (προκ. για πτηνό):
- (Πτωχολ. α 813)·
- δ) (προκ. για έντομο):
- Οι μέλισσες έχουν … το σφηκούντριν εις την νουράν (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 108)·
- ε) (προκ. για ερπετό):
- κόπτει την οράν του φιδιού (Άνθ. χαρ. 3013).
- α) Ουρά ζώου:
- 2) (Μεταφ.) το πίσω μέρος κάπ. πράγματος:
- την νουράν … του αμαξιού (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 140).
- 3) (Μεταφ.) εξουσιαζόμενος:
- αυτός να είναι για το κεφάλι και συ να είσαι για την ουρά (Πεντ. Δευτ. XXVIII 44).
- Ο τ. Ορά και ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 25028, 29).
[αρχ. ουσ. ουρά. Ο τ. νου‑ στο Meursius και σήμ. κυπρ. Ο τ. ορά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. οριά στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- ουρά (II) η.
-
- (Σε προσφων.) κύριος, άρχοντας, αφέντης:
- όταν μιλούσινε γλυκά και λέγουσιν «ουρά μου», τότε προσέχου απ’ αυτούς να μην σε βάλουν χάμου (Σταυριν. 1259).
[πιθ. μεταφραστικό δάνειο <τουρκ. tuğ = «ουρά αλόγου, ως σύμβολο εξουσίας των σουλτάνων και των ανώτερων αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους»]
- (Σε προσφων.) κύριος, άρχοντας, αφέντης:
- ουραγία η.
-
- Το πίσω μέρος στρατιωτικής φάλαγγας, οπισθοφυλακή:
- διέρρηξαν της των πολεμίων φάλαγγος, … έως διήλασαν και ες την των πολεμίων ουραγίαν (Δούκ. 815).
[μτγν. ουσ. ουραγία. Η λ. και σήμ ναυτ. (Δημ.)]
- Το πίσω μέρος στρατιωτικής φάλαγγας, οπισθοφυλακή:
- ουραγός ο [uraγós] Ο17 : αυτός που βρίσκεται στο τέλος. α. (στρατ.) στο τέλος της παράταξης, για αξιωματικό ή πλοίο. β. στην τελευταία θέση μιας σειράς και ιδίως μιας βαθμολογικής κλίμακας. ANT πρωτοπόρος: Είναι ~, είναι τελευταίος. Οι ουραγοί του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Mάχη μεταξύ των ουραγών για να αποφύγουν τον υποβιβασμό.
[λόγ. < ελνστ. οὐραγός `ο πίσω στρατιώτης στο λόχο΄, αρχ. σημ.: `αρχηγός της οπισθοφυλακής΄]
- ουράδιον το· ουράδιν.
-
- Ουρά ζώου:
- ανέκλασεν (ενν. ο λέων) το ουράδιν του (Διγ. Esc. 1136).
[μτγν. ουσ. ουράδιον (TLG). Ο τ. και σήμ. ποντ. Άλλοι τ. της λ. σήμ. ιδιωμ.]
- Ουρά ζώου:
- ουραιμία η [uremía] Ο25 : (ιατρ.) μόλυνση που συνίσταται σε συγκέντρωση ουρίας στο αίμα λόγω κακής λειτουργίας των νεφρών: Συμπτώματα / θεραπεία της ουραιμίας. Kρίση ουραιμίας.
[λόγ. < γαλλ. urémie < ur(ée) = ουρ(ία) + -hémie < αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]
- ουραίος -α -ο [uréos] Ε4 : που ανήκει και ιδίως βρίσκεται στην ουρά: Tα ουραία πτερύγια του ψαριού. Tο ουραίο τμήμα του αεροπλάνου, το πίσω μέρος της ατράκτου του. || (ως ουσ.) το κινητό ουραίο, ονομασία του κλείστρου στα οπισθογεμή επαναληπτικά τουφέκια.
[λόγ. < αρχ. οὐραῖος]
- ουράκλα η.
-
- Ουρά ζώου:
- σηκώνει (ενν. ο γάδαρος) την ουράκλα του (Συναξ. γαδ. 317).
[<ουσ. ουρά + κατάλ. ‑άκλα]
- Ουρά ζώου: