Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ούλο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούλο το [úlo] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : το τμήμα του βλεννογόνου του στόματος που καλύπτει τις αποφύσεις των γνάθων: Tα ούλα τής άνω / κάτω γνάθου. Παθήσεις των ούλων. Φλεγμονή των ούλων, ουλίτιδα.

[λόγ. < αρχ. οsλον]

[Λεξικό Κριαρά]
ούλο(ν) το· γούλο(ν).
  • Ούλο:
    • Λαγού μυαλόν … άλειψον τα ούλα του παιδίου και εξέρχονται οι οδόντες (Σταφ., Ιατροσ. 8205).

[αρχ. ουσ. ούλον. Ο τ. ‑ο και σήμ. ιδιώμ. Πληθ. γούλα σήμ. ιδιώμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούλος -η -ο [úlos] Ε3 : (λαϊκότρ.) όλος, ολόκληρος. || συνήθ. στην έκφραση με τα ούλα του / της…, που διαθέτει τα σχετικά στοιχεία, που έχει τις απαραίτητες ιδιότητες ή ικανότητες: Άντρας με τα ούλα του. Γυναίκα με τα ούλα της. Γιατρός με τα ούλα του.

[< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ούλος (I) o,
βλ. ήλος.
[Λεξικό Κριαρά]
ούλος (II) επίθ.,
βλ. όλος.
[Λεξικό Κριαρά]
ούλος (III) το· γούλος.
  • Ούλο:
    • Τα ούλη αυτών (ενν. των βουλκολάκων) … αποφεύγουσι και φαίνονται αι ρίζες των οδόντων (Μάρκ., Βουλκ. 34713· Αγαπ., Γεωπον. 203).

[<ουσ. ούλο(ν) με μεταπλ. Ο τ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Η λ., καθώς και πληθ. γούλη και ούλη, σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ουλοφάγος (I) ο· 'λουφάς.
  • Ουλίτιδα:
    • Εις πόνον δοντιών· από 'λουφάν· να αιματώνει τα γουλία (Ιατροσ. κώδ. τκδ́).

[<ουσ. ούλο(ν) + ‑φάγος. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ουλοφάγος (II) ο.
  • ?:
    • Εκ ποίων σημείων γνωρίζεται ο καλός ιέραξ. Εάν ῃ ουλοφάγος, ήγουν έχει ως κεγχρίου κόκκους μέλαινας (Ιερακοσ. 3453).

[πιθ. σχετ. με το ουσ. γουλοφάγος (ΙΛ, στη λ. II)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες