Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούζο το [úzo] Ο39 : δυνατό ποτό που παράγεται από νερό, καθαρό οινόπνευμα και διάφορες αρωματικές χημικές ουσίες και πίνεται συνήθ. ως απεριτίφ: Παραγωγή / κατανάλωση ούζου. Mεθάει πίνοντας ~. Ποτήρι του ούζου. || ποτήρι με ούζο: Γκαρσόν, φέρε μας τρία ούζα κι ό,τι έχεις για μεζέ.
ουζάκι το YΠΟKΟΡ: Tου αρέσει ένα ~ πριν από το φαγητό. [τουρκ. üzüm `σταφύλι΄, ίσως κιόλας μσν.: πρβ. μσν. ούζος `δαμασκηνιά΄, πιθανόν και για ποτό από δαμάσκηνα ή ιταλ. φρ. uso Massalia `για την (εμπορική) χρήση της Mασσαλίας΄]
- ουζούρα η,
- βλ. 'ζούρα.
- ουζουριάρης ο.
-
— Βλ. και 'ζουράρης.
- Τοκογλύφος, εκμεταλλευτής:
- Οι πλούσιοι, οι φιλάργυροι ουζουριάρηδες, … είναι αρπακτικά πουλιά (Ροδινός 129 (έκδ. ουζουριάδηδες)).
[<ουσ. ουζούρα <ιταλ. usura (βλ. 'ζούρα) + κατάλ. ‑ιάρης ή <ιταλ. usurario ή βεν. usuraro αναλογ. με επίθ. σε ‑ιάρης]
- Τοκογλύφος, εκμεταλλευτής:
- ουζουφρούττο το.
-
- Επικαρπία:
- να 'χει, ώστε απού να ζει, το ουζουφρούττου του λεγομένου αμπελιού (Βαρούχ. 12018).
[<ιταλ. usufrutto. Πβ. λ. ουσούσφρουκτος και ουσούφρουκτος τον 6. αι. καθώς και ‑φρουττουαρία σε έγγρ. του 17. αι.]
- Επικαρπία:
- ουζουφρουττουάριος ο· ζουουφρουττάριος.
-
- Επικαρπωτής:
- να είναι το πράμα τση ο άνωθέν τση άνδρας ουζουφρουττουάριος έως όλην την ζωήν (Βαρούχ. 8267· αυτ. 5149).
[<ιταλ. usufruttuario. Τ. ουσουφρουκτάριος και ουσουφρουκτουάριος τον 6. αι.]
- Επικαρπωτής:
- ουζουφρουττουάρω.
-
- Έχω το δικαίωμα της επικαρπίας:
- να ουζουφρουττουάρει τσι αυτούς τόπους χρόνους πέντε (Διαθ. 17. αι. 3102).
[<ιταλ. usufruttuare. Η λ. σε έγγρ. του 16.-17. αι.]
- Έχω το δικαίωμα της επικαρπίας: