Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχύρωση η [oxírosi] Ο33 : η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του οχυρώνω. 1. η αύξηση της αμυντικής ικανότητας ενός τόπου με την κατασκευή τεχνικών έργων και τον εφοδιασμό του με το υλικό που απαιτείται για την απόκρουση μιας εχθρικής επίθεσης: H ~ των συνόρων της χώρας. 2. το σύνολο των έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Mόνιμη / προσωρινή / αυτοσχέδια ~ μιας θέσης. || (πληθ.) τα οχυρωματικά έργα: Kαταστροφή των οχυρώσεων μιας πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ὀχύρω(σις) -ση]