Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχυρώνω [oxiróno] -ομαι Ρ1 : 1. (στρατ.) αυξάνω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου (περιοχής, πόλης, θέσης κτλ.) με την κατασκευή τεχνικών έργων και τον εφοδιασμό του με το υλικό που απαιτείται για την απόκρου ση μιας εχθρικής επίθεσης: ~ τα σύνορα της χώρας / το λιμάνι. Ο Θεμιστοκλής οχύρωσε την Aθήνα με τείχη και την έκανε απόρθητη. 2. (παθ., για πρόσ.) α. (στρατ.) δημιουργώ οχύρωση2, συνήθ. προσωρινή, στη θέση που κατέχω για να αντιμετωπίσω κπ.: Οι στρατιώτες κυρίευσαν το λόφο και οχυρώθηκαν στην κορυφή του. Οι διαδηλωτές οχυρώθηκαν με πρόχειρα οδοφράγματα. β. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως επιχείρημα ή πρόσχη μα: H κυβέρνηση, οχυρωμένη πίσω από τη νομοθετημένη εισοδηματική πολιτική, απαγορεύει κάθε αύξηση των μισθών.
[λόγ. < ελνστ. ὀχυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ὀχυροῦμαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- οχυρώνω,
- βλ. οχυρώ.