Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχτώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχτώ [oxtó] & οκτώ [októ] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από οχτώ (8) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομμύρια / δισεκατομμύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. Tα ~ πλοκάμια του χταποδιού. || αντί του τακτικού όγδοος: Aνοίξτε στη σελί δα ~, στην όγδοη σελίδα. Στις ~ του μηνός, την όγδοη ημέρα του μήνα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. από σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το οχτώ: α. ο αριθμός οχτώ και το σύμβολό του: Εφτά κι ένα κάνουν ~. Ελληνικό / λατινι κό / αραβικό ~. Δεν μπορεί να γράψει το ~. || ως ένδειξη βαθμολογίας: Έγραψε για / πήρε ~ στα μαθηματικά. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει οχτώ σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθ μό οχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο οχτώ. δ. το ~ (΄08), αντί 1908: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία οχτώ (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. ὀκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ. στο οχτώ]

[Λεξικό Κριαρά]
όχτω, οχτώ, αριθμητ.,
βλ. οκτώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχτωήχι το [oxtoíxi] Ο40 : (λαϊκότρ.) η οκτώηχος.

[< οκτώηχ(ος) υποκορ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες