Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οχλώ.
— Πβ. και ενοχλώ.
  • I. (Ενεργ.) ενοχλώ, πειράζω κάπ., ταράζω την ηρεμία κάπ.:
    • (Διγ. Z 2824), (Χρον. Μορ. H 7786).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Μτβ.) εχθρεύομαι κάπ., τρέφω μίσος για κάπ.:
      • Εις την οχθριάν του τίποτες αφορμή ουδέν εβλέπω … οπού να μας οχλείται (Θησ. (Foll.) I 28).
    • 2) (Ως αλληλοπ. στον πληθ.) φιλονικώ, μαλώνω, τσακώνομαι:
      • Εκείνα (ενν. τα πουλιά) ουκ εσίγησαν την όχλησιν τήν είχαν, καθώς στο καταλόγιν τους γροικάς ότι οχλούνται (Πουλολ. 218).

[αρχ. οχλέω. Τ. ’χλ ι ˘ ώ και 'χλ ι ˘ ώμαι σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες