Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχλαγωγία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχλαγωγία η [oxlaγojía] Ο25 : ενοχλητικός θόρυβος που προέρχεται από τις φωνές πολλών συγκεντρωμένων ανθρώπων: Nα σταματήσει η ~ για να μπορέσουμε να ακούσουμε τον ομιλητή.

[λόγ. < ελνστ. ὀχλαγωγία `εξαπάτηση του όχλου, φασαρία σε συνάντηση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οχλαγωγία η.
  • Θόρυβος, ταραχή από συγκεντρωμένο πλήθος:
    • εκάτσα δίχα θορύβου και βοής, χωρίς οχλαγωγίας (Προδρ. I 132· Πόλ. Τρωάδ. 11674).

[μτγν. ουσ. οχλαγωγία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες