Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχιά η [oxá] Ο24 : 1. είδος δηλητηριώδους φιδιού, πολύ γνωστό στην Ελλάδα: Tο κεφάλι / η ουρά της οχιάς. Δάγκωμα οχιάς. 2. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ κακό, ύπουλο και επομένως επικίνδυνο· φίδι: Tον εμπιστεύτηκα, γιατί δεν ήξερα τι ~ είναι! ΦΡ (προφ.) όχι. -~, επιτιμητική απάντηση σε άτομο που λέει συνέχεια όχι.

[αρχ. ἔχις με επίδρ. του όφις]

[Λεξικό Κριαρά]
οχιά η· οχία.
  • Οχιά, έχιδνα:
    • οχία, φίδ’ ευρέθη· στα χόρτα εκοιμούντονε και παρευθύς εγέρθη και δάγκωσε τον κυνηγόν (Αιτωλ., Μύθ. 315).

[<μτγν. ουσ. έχις η (αρχ. έχις ο) με επίδρ. του ουσ. όφις ή όφιος. Ο τ. και σήμ. τσακων., όπου και άλλοι τ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες