Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οφικιάλιος ο [ofikiálios] Ο20α : (ιστ.) αξιωματούχος της εκκλησίας ή του κράτους στη βυζαντινή αυτοκρατορία.
[λόγ. < ελνστ. ὀφφικιάλιος < λατ. official(is) -ιος (ορθογρ. απλοπ.)]