Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οφθαλμοφανής -ής -ές [ofθalmofanís] Ε10 : που πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτός· ολοφάνερος: Οφθαλμοφανές γεγονός / φαινόμενο. Οφθαλμοφανείς επιδιώξεις.
οφθαλμοφανώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὀφθαλμοφανής· λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμοφανῶς]