Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφθαλμοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμοσκόπιο το [ofθalmoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την εξέταση του εσωτερικού του οφθαλμού.

[λόγ. < γαλλ. opht(h)almoscope < ophthalmo- = οφθαλμο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες