Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οφειλή η [ofilí] Ο29 : αυτό που κάποιος οφείλει, χρωστάει σε κπ. άλλο· χρέος. 1. χρηματική οφειλή: Οι οφειλές του ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση για οφειλές στο δημόσιο. 2. ηθική υποχρέωση: Είναι μεγάλη η ~ μου στους γονείς / σε όσους με ευεργέτησαν.
[λόγ. < αρχ. ὀφειλή]
[Λεξικό Κριαρά]
- οφειλή η.
-
- 1)
- α) Ό,τι οφείλει κανείς, το χρέος:
- (Γλυκά, Αναγ. 66)·
- β) (μεταφ. προκ. για το κοινό χρέος των ανθρώπων στο θάνατο):
- πρόσεισι μεν η τελευτή … την ανθρωπίνην οφειλήν ζητούσα τον δεσπότην (Γλυκά, Αναγ. 83).
- α) Ό,τι οφείλει κανείς, το χρέος:
- 2) Ηθική υποχρέωση, καθήκον:
- κατά τοις τέκνοις οφειλή και χρέος προς γονεύσιν (Αχιλλ. (Smith) N 1469).
[αρχ. ουσ. οφειλή. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- οφείλημα το· οφέλημαν.
-
- (Προκ. για χρήματα) ό,τι οφείλει κανείς, το χρέος:
- το δίκαιον ορίζει και κρίνει ότι εκείνος (ενν. είς άνθρωπος χρεοφειλέτης) … ένι κρατούμενος … να πουλήσει τας κλήρας του και να πλερώσει το οφέλημάν του (Ασσίζ. 38722, 26).
[αρχ. ουσ. οφείλημα]