Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουστ [úst] επιφ. : χρησιμοποιείται όταν προσπαθούμε να διώξουμε ή να εκφοβίσουμε ένα σκύλο: ~ από δω, παλιόσκυλο! || μειωτικά, υβριστικά για άνθρωπο: ~ να μου χαθείτε! ~ από δω, απατεώνα! ~ από δω, τεμπέληδες!
[τουρκ. uşt]
[Λεξικό Κριαρά]
- ούστον, το.
-
- Είδος καραβόσκοινου· μονάδα για τη μέτρηση αποστάσεων:
- αλαργάριζε τον κάβο έναν ούστον και άφης τες ξέρες ζερβά (Πορτολ. 20229).
[<παλαιότ. ιταλ. usto]
- Είδος καραβόσκοινου· μονάδα για τη μέτρηση αποστάσεων: