Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουσιώδης, επίθ.
-
- 1) (Θεολ.) πραγματικός, υπαρκτός:
- Πιστεύω μήτε ανενέργητον είναι την θείαν φύσιν και ενεργειών ουσιωδών έρημον (Σφρ., Χρον. 1865).
- 2) Που αποτελεί την ουσία, το κύριο συστατικό στοιχείο:
- η βληθείσα ψάμμος διαλύεται και το μεν παχύ και ουσιώδες αυτής εν τῳ ζωμῴ μένον ως γάλα τυρώδες (Δούκ. 20510).
[μτγν. επίθ. ουσιώδης. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Θεολ.) πραγματικός, υπαρκτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιώδης -ης -ες [usióδis] Ε11 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιαστικός. ANT επουσιώδης: ~ διαφορά. Tα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας έννοιας. Οι ουσιώδεις αρχές μιας κοσμοθεωρίας. α. βασικός ή πολύ σημαντικός: ~ αιτία. H λογική είναι το ουσιωδέστερο γνώρισμα του ανθρώπου. Tο ουσιώδες είναι να έχεις την υγεία σου. β. απολύτως αναγκαίος: Tο οξυγόνο είναι ουσιώδες για τη ζωή.
ουσιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. οὐσιώδης· λόγ. < ελνστ. οὐσιωδῶς]