Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικό το [usiastikó] Ο38 : (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια: Συγκεκριμένο / αφηρημένο ~. Περιληπτικό ~. Ουσιατικά αρσενικού / θηλυκού / ουδέτερου γένους. Άρθρο / γένος / κλίση / αριθμός / πτώση ενός ουσιαστικού. Tο ~ ως υποκείμενο / ως αντικείμενο / ως κατηγορούμενο. Tο ~ ως ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος προσδιορισμός.
[λόγ. κατά το ελνστ. μετ-ουσιαστικόν `παράγωγο επίθετο΄ μτφρδ. γαλλ. substantif ή γερμ. Substantiv]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικοποίηση η [usiastikopíisi] Ο33 : (γραμμ.) το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ· η τροπή σε ουσιαστικό μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.
[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. substantivation ή γερμ. Substantivierung]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : (γραμμ.) τρέπω σε ουσιαστικό μια λέξη που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου: Ουσιαστικοποιημένη προστακτική ενός ρήματος. Πολλά άκλιτα μέρη του λόγου ουσιαστικοποιούνται, όταν μπει μπροστά τους το άρθρο.
[λόγ. ουσιαστικο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικός -ή -ό [usiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιώδης: Ουσιαστική διαφορά. α. πραγματικός, αληθινός και επομένως σημαντικός: Λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δόμηση που γίνεται χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο. Nα γίνει ~ ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εκπόνηση των ερευνητικών προγραμμάτων. β. (σπάν.) απολύτως αναγκαίος.
ουσιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ουσιαστικ(όν) -ός μτφρδ. γαλλ. substantial]