Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσία η [usía] Ο25 : 1. γενικός χαρακτηρισμός για κάθε είδος ύλης: Aνόργανη / οργανική ~. Φυσική / χημική ~. Ρευστή / συμπαγής ~. Xρωστική ~. Mονωτική ~. Θρεπτικές / δηλητηριώδεις ουσίες. || (ανατ.): Φαιά* / λευκή* ~. Mεσοκυττάρια ~. 2. (προφ.) ιδιάζουσα γεύση και ιδίως νοστι μάδα: Φαγητό χωρίς ~, άνοστο. 3. (μτφ., για αφηρ. έννοια). ANT τύπος 1. α. το κυριότερο, το σημαντικότερο στοιχείο της: H ~ μιας υπόθεσης / ενός θέματος. H ~ του θέματος είναι ότι επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πυρκαγιών. Άσε τα περιττά λόγια και μπες στην ~. H ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας, το βασικό της μήνυμα. (έκφρ.) στην ~ ή κατ΄ ουσίαν, στην πραγματικότητα. επί της ουσίας, για το κυριότερο, σημαντικότερο σημείο μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Mιλώ επί της ουσίας. ο τύπος τρώει την ~, η επιμονή στα τυπικά προσόντα ή χαρακτηριστικά αποπροσανατολίζει. || (για τμήμα λόγου) το νόημά του: H ~ ενός κειμένου / της ομιλίας κάποιου. Λόγια χωρίς ~, χωρίς (σημαντικό) νόημα. β. (φιλοσ.) το αμετάβλητο στοιχείο ενός μεταβλητού όντος: ~ των όντων είναι ο Θεός. Διαχωρισμός της ουσίας από την ύπαρξη.
[3: λόγ. < αρχ. οὐσία· 2: από άλλες διαλέκτους (στη νέα σημ.) < αρχ. οὐσία· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. substance]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουσία η· ουσιά.
-
- 1)
- α) Περιουσία, βιος:
- (Προδρ. II 96), (Ασσίζ. 5373, 13), (Διγ. Z 2235)·
- β) (προκ. για κληρονομική περιουσία, κληρονομιά):
- τους παίδας της τριγαμίας ως πορνικούς λογιζόμεθα και άκληροι γένονται της πατρικής ουσίας (Ελλην. νόμ. 5437· Διγ. Z 4008).
- α) Περιουσία, βιος:
- 2)
- α) Η πραγματική, η αληθινή φύση των όντων:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34224)·
- β) ύπαρξη, υπόσταση, το υπάρχον:
- (Κυπρ. ερωτ. 14210)·
- (προκ. για το Θεό σε αντιδιαστολή από την ενέργεια):
- Πιστεύω μήτε ανενέργητον είναι την θείαν φύσιν …, μήτε ταυτόν είναι ουσίαν και ενέργειαν (Σφρ., Χρον. 1866).
- α) Η πραγματική, η αληθινή φύση των όντων:
- 3)
- α) Φυσικό στοιχείο, σώμα:
- Η πίστις … μετοχετεύει τους βουνούς προς την υγράν ουσίαν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 80)·
- β) (προκ. για τα υγρά του ανθρώπινου σώματος):
- (Μάρκ., Βουλκ. 34522)·
- φρ. χέζω την ουσιάν μου = (μεταφ.) «τα κάνω» πάνω μου, παίρνω μεγάλο φόβο, τρομάζω:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 562).
- α) Φυσικό στοιχείο, σώμα:
- 4) Εθνική καταγωγή, εθνότητα· φυλή, ράτσα:
- όλοι είμεθεν εγνώριμοι και μιας ουσίας ανθρώποι (Χρον. Μορ. H 3992).
- 5) Αξία, σημασία, σπουδαιότητα (κοινωνική):
- ο πρίγκιπας, ως φρόνιμος, όλους τους εχαιρέτα, … προς την ουσίαν όπου είχαν (Χρον. Μορ. H 2965).
- 6) Ισχύς, δύναμη:
- Στες συμφωνίες όπου έποικεν (ενν. ο βασιλεύς με τον πρίγκιπα) … να του βοηθεί ο έτεροςμε όλην του την ουσίαν (Χρον. Μορ. H 4342).
- 7) Δυνατότητα:
- εποίκαν την σωτάρχειόν τους προς την ουσίαν όπου είχαν (Χρον. Μορ. H 2913).
[αρχ. ουσ. ουσία. Τ. νουσία και νουσιά σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ουσιακός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία κάπ., περιουσιακός:
- Όσαι δε (ενν. υπηρεσίαι, δουλείαι και εγγαρείαι αυθεντικαί) είναι εις κτήσεις τινάς και περιουσίας … λέγονται ουσιακαί (Zygomalas, Synopsis 228 Λ. 51).
[μτγν. επίθ. ουσιακός]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία κάπ., περιουσιακός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικό το [usiastikó] Ο38 : (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια: Συγκεκριμένο / αφηρημένο ~. Περιληπτικό ~. Ουσιατικά αρσενικού / θηλυκού / ουδέτερου γένους. Άρθρο / γένος / κλίση / αριθμός / πτώση ενός ουσιαστικού. Tο ~ ως υποκείμενο / ως αντικείμενο / ως κατηγορούμενο. Tο ~ ως ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος προσδιορισμός.
[λόγ. κατά το ελνστ. μετ-ουσιαστικόν `παράγωγο επίθετο΄ μτφρδ. γαλλ. substantif ή γερμ. Substantiv]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικοποίηση η [usiastikopíisi] Ο33 : (γραμμ.) το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ· η τροπή σε ουσιαστικό μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.
[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. substantivation ή γερμ. Substantivierung]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : (γραμμ.) τρέπω σε ουσιαστικό μια λέξη που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου: Ουσιαστικοποιημένη προστακτική ενός ρήματος. Πολλά άκλιτα μέρη του λόγου ουσιαστικοποιούνται, όταν μπει μπροστά τους το άρθρο.
[λόγ. ουσιαστικο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσιαστικός -ή -ό [usiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιώδης: Ουσιαστική διαφορά. α. πραγματικός, αληθινός και επομένως σημαντικός: Λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δόμηση που γίνεται χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο. Nα γίνει ~ ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εκπόνηση των ερευνητικών προγραμμάτων. β. (σπάν.) απολύτως αναγκαίος.
ουσιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ουσιαστικ(όν) -ός μτφρδ. γαλλ. substantial]