Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουσάρος ο [usáros] Ο18 : (ιστ.) ονομασία ελαφρά οπλισμένου στρατιώτη του ιππικού στους στρατούς ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών: Ένα τάγμα ουσάρων.
[λόγ. < γαλλ. houssard, hussard -ος (< γερμ. < ουγγρικό huszar)]