Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρλιαχτό το [urlaxtó] Ο38 : 1. η διαπεραστική και παρατεταμένη φωνή μερικών ζώων: Ένα ~ λύκου / σκύλου / τσακαλιού. Tο ~ του γουρουνιού που το σφάζουν. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) φωνή που μοιάζει με ουρλιαχτό: ~ πόνου / τρόμου. β. ήχος που μοιάζει με ουρλιαχτό: Tο ~ του ανέμου.
[ουρλιακ- (ουρλιάζω) -τό, ουδ. του -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]