Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρητήρας ο [uritíras] Ο2 : (ανατ.) ο καθένας από τους δύο σωλήνες που αρχίζουν από τα νεφρά και οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη: Aριστερός / δεξιός ~, που αρχίζει από τον αριστερό / δεξιό νεφρό.
[λόγ. < ελνστ. οὐρητήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. σημ.: `ουρήθρα΄]