Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρανός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ουρανός ο [uranós] Ο17 (χωρίς πληθ.) : (αστρον.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο έβδομος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.

[λόγ. < νλατ. Uranus (στη νέα σημ.) < αρχ. Οὐρανός στην αρχ. ελλην. μυθολογία, ο πατέρας του Kρόνου]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανός ο [uranós] Ο17 : 1. ο ημισφαιρικός θόλος που φαίνεται ότι σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα και τελειώνει στη γραμμή του ορίζοντα: Ο ήλιος / η σελήνη λάμπει στον ουρανό. Kαθαρός / γαλάζιος ~. Έναστρος ~. Σαν τα άστρα του ουρανού, για μεγάλο πλήθος. Συννεφιασμένος ~, γεμάτος σύννεφα, και μτφ. για πολύ σκυθρωπό άνθρωπο. Mολυβένιος ~, με πολύ σκούρα σύννεφα. Aπέχουν όσο ο ~ από τη γη, διαφέρουν πολύ. Tο ζωνάρι* του ουρανού. ΦΡ και εκφράσεις τα πετεινά* του ουρανού. πέφτει κάποιος / κτ. από τον ουρανό, εμφανίζεται ξαφνικά. δώρο* εξ ουρανού. σαν το μάννα* εξ ουρανού. κινώ* γη και ουρανό. μου έρχεται ο ~ / βλέπω τον ουρανό σφοντύλι*. τον ουρανό με τ΄ άστρα, για πράγματα εξαιρετικά ωραία, πολύτιμα ή μοναδικά που δύσκολα μπορεί να τα αποκτήσουμε: Tης έταξε / της υποσχέθηκε τον ουρανό με τ΄ άστρα. Mη μου ζητάς να κατεβάσω τον ουρανό με τ΄ άστρα, να κατορθώσω κτ. ακατόρθωτο. στον ουρανό το(ν) γύρευα, στη γη το(ν) βρήκα, όταν ψάχνουμε κπ. ή κτ. σε δύσκολα ή απίθανα μέρη και ξαφνικά το(ν) βλέπουμε μπροστά μας. ΠAΡ Kαθαρός ~ αστραπές δε φοβάται, όποιος έχει καθαρή τη συνείδησή του δε φοβάται για ό,τι και να τον κατηγορήσουν. H κότα πίνει νερό, κοιτάει* και το Θεό / τον ουρανό. α. ο γαλάζιος, ο καθαρός ουρανός: Aνάμεσα στα σύννεφα φάνηκε ένα κομμάτι ουρανού. Tο γαλάζιο χρώμα του ουρανού. β. ο ουρανός μιας ορισμένης περιοχής: Ο ~ της Aττικής ή ο αττικός ~. Kάτω από τον ελληνικό ουρανό, στην Ελλάδα. γ. (αστρον.) η ουράνια σφαίρα: Xάρτης / άτλας του ουρανού. 2. (συνήθ. πληθ.) η ευρύτερη περιοχή του ουρανού, η οποία θεωρείται χώρος διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Ο Xριστός σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση αναλήφθηκε στους ουρανούς. H βασιλεία των ουρανών, ο Παράδεισος. Είναι / πήγε κάποιος στον ουρανό, πέθανε. H ψυχή του πετάει στον ουρανό. Σου εύχομαι όλα τα καλά του ουρανού, να έχεις ό,τι επιθυμήσεις. Ο ~ και η γη, το σύμπαν, σύμφωνα με την αρχαία αστρονομία, του οποίου κέντρο είναι η Γη, ενώ η Σελήνη, ο Ήλιος και οι πλανήτες κινούνται γύρω από αυτήν. ΦΡ ανοίγουν οι ουρανοί: α. για μεγάλη βροχή. β. για πραγματοποιημένη ευχή ή για ξαφνική αποκάλυψη ή έμπνευση. είναι / πετάει / βρίσκεται κάποιος στον έβδομο ουρανό, είναι πολύ χαρούμενος. (εκκλ.) το καταπέτασμα* του ουρανού. || (λογοτ.) ο Θεός. 3. (μτφ.) η οροφή πολλών κατασκευών, όταν λίγο ή πολύ μοιάζει με θόλο: Ο ~ του αυτοκινήτου / ενός θρόνου. Έβαλε στο κρεβάτι του ουρανό και φώτα να κρέμονται από αυτόν.

[1, 2: αρχ. οὐρανός· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. ciel de lit]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρανός ο· ορανός.
  • 1)
    • α) Ο ουράνιος θόλος, το στερέωμα, ο ουρανός:
      • (Ριμ. κόρ. 598), (Πανώρ. Δ́ 123), (Ερωφ. Β́ 354
      • να πλυθύνω τη σπορά σου σαν τα άστρα ορανού (Πεντ. Γέν. XXVI 4
      • (σε πληθ.· πβ. 1β):
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20813·)>
        • ανέν κι απάνω 'ς τσ’ ορανούς εμπόρου να πετάξου … (Πανώρ. Γ́ 485
      • εκφρ.
        • (1) ακτίνα τ’ ουρανού = πρόκ. για τον ήλιο:
          • (Ερωφ. Δ́ 711
        • (2) άπλωμα του ουρανού, βλ. άπλωμα 1 έκφρ.·
        • (3) αποκατωθιό τον ορανό ή τους ορανούς = σε ολόκληρη τη γη, (από) παντού, εντελώς:
          • (Πεντ. Δευτ. VII 24), (Έξ. XVII 14
        • (4) στρατιά του ορανού = τα ουράνια σώματα:
          • (Πεντ. Δευτ. IV 19
    • β) (ειδικ. κατά τη μεσν. αντίληψη) η διαφανής ουράνια σφαίρα που κάλυπτε τη Γη και γύριζε γύρω της, πάνω στην οποία ήταν στερεωμένα τα άστρα, ή καθεμιά από περισσότερες (επτά, οκτώ ή δώδεκα) επάλληλες τέτοιες σφαίρες:
      • ο ουρανός γυρίζει κι η γης στο κέντρον στέκεται (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [341]· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ 49v), (Πανώρ. Δ́ 277
    • γ) (σε προσωποπ.):
      • Φρίξε, ουρανέ, και στέναξε, θλίψη γι’ αυτούς να δείξεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1733
    • δ) (προκ. για ζωγραφική παράσταση του ουρανού):
      • Είχεν εκείνο το κελίν … στέγην ουρανόν και των αστέρων δρόμους (Καλλίμ. 423
    • ε) (σε όρκο):
      • (Μπερτόλδος 60), (Ερωτόκρ. Δ́ 1621).
  • 2) (Προκ. για κ. με το σχήμα του ουράνιου θόλου)
    • α) θολωτή οροφή:
      • των δε φύλλων αι συμπλοκαί έκαμνον επάνωθεν ουρανόν (Διγ. Άνδρ. 39814
    • β) θολοειδές υφασμάτινο επιστέγασμα επίπλου (λ.χ. θρόνου ή κλίνης)·
      • (προκ. για την Αγία Τράπεζα· πβ. και ουράνισμα):
        • άνωθεν δε της Αγίας Τραπέζης κρέμαται ο ουρανός εκ χρυσοϋφάντου πέπλου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 157).
  • 3)
    • α) Ο αέρας επάνω στη γη, η ατμόσφαιρα:
      • (Απόκοπ. 112), (Διακρούσ. 8910
      • πετούμενο του ορανού (Πεντ. Γέν. II 19
      • (σε πληθ.):
        • σαν όντε θα χιονίσει και θαμπωθούν οι ουρανοί (Ερωφ. Έ 62
    • β) (σε μεταφ.)
      • β1) (προκ. για υπερβολική ευτυχία· πβ. Φρ. 1):
        • πετά (ενν. ο άνθρωπος) στους ουρανούς απάνω (Σαχλ. Β́ PM 208
      • β2) (προκ. για υπερβολική αλαζονεία· πβ. Φρ. 2):
        • Γυρεύεις τση περηφανειάς να 'χεις φτερά, να πηαίνεις στον ουρανό (Ζήν. Ά 82).
  • 4) Ο ουρανός ή οι ουρανοί (βλ. παραπάνω σημασ. 1β) ως παράγοντες που επηρεάζουν, με την κίνησή τους και τη θέση των άστρων επάνω τους, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και το πεπρωμένο των ανθρώπων:
    • (Ζήν. Ά 98
    • γραμμένον είναι 'ς τς’ ουρανούς χρόνους πολλούς να ζείτε (Ερωφ. Πρόλ. 97).
  • 5) Ο τόπος κατοικίας των θεών:
    • (Ερμον. Α 242), (Πρόλ. Διός 58
    • ο Ζεύς απού τον ορανό φωτιά ας μου 'χε ρίξει (Πανώρ. Β́ 328
    • (σε πληθ):
      • (Ερωφ. Β́ 36
      • βάνω … μάρτυρα το Ζευ, που 'ς στ’ ορανούς απάνω βρίσκεται η επαρχία του (Φορτουν. Ά 337).
  • 6)
    • α) (Συν. στον πληθ.) το άπειρο διάστημα ως νοητή κατοικία του Θεού, των αγγέλων και των δικαίων μετά το θάνατό τους, ο παράδεισος:
      • ήρθε (ενν. ο Χριστός) κι εκρούσεψε ζιμιό τον Άδη … και νικητής εγύρισε … στους ουρανούς (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 18· Απολλών. 226
      • ανισωστάς και βρεθεί … η ψυχή … καθαρά και αναμάρτητος, τότες έρχεται … εις τους ουρανούς και συναπαντούσιν τη οι γιάγγελοι (Αποκ. Θεοτ. II 57
      • (ως πηγή χάριτος, ευλογίας):
        • Περί βαπτιζομένων ανθρώπων, ότι οι ουρανοί είναι ανοιγμένοι (Βακτ. αρχιερ. 138· Πηγά, Χρυσοπ. 278 (7)
      • εκφρ.
        • (1) η βασιλεία των ουρανών, το βασίλειον του ουρανού = η βασιλεία του Θεού· ο παράδεισος:
          • (Διήγ. πανωφ. 61), (Θρ. Κων/π. Β 54
        • (2) επίγειος ουρανός = προκ. για πάνσεπτο και περικαλλή ιερό ναό:
          • (Έκθ. χρον. 164), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 160
    •  
      • β1) (προκ. για τη Θεοτόκο):
        • Υψηλοτέρα ουρανών, ασύγκριτε αγγέλων (Θρ. αλ. 47· Σκλέντζα, Ποιήμ. 75
      • β2) (αλληγορικά):
        • σαρκοφόρος δι’ εμέ γεγονώς, πλαστουργέ μου, την μητέραν την άχραντον ουρανόν απειργάσω (Διγ. Esc. 1818
    • γ) (μεταφ. προκ. για υπερβολική ευτυχία· πβ. Φρ. 8):
      • χέρα που … ήνοιξε τον Παράδεισο και τσ’ ουρανούς μού δίδει (Ερωτόκρ. Γ́ 1498).
  • 7) (Συνεκδ.) το θείο, ο θεός:
    • Τον ουρανό παρακαλώ βοήθεια να μου δώσει (Ερωφ. Β́ 75· Στάθ. Ιντ. β́ 75
    • (σε πληθ.):
      • (Στάθ. Γ́ 282).
  • Φρ.
  • 1) Αγγίζω με την κορφή στον ουρανό, πετώ 'ς τσ’ ουρανούς = είμαι καλότυχος, χαρούμενος, ευτυχισμένος:
    • (Ερωφ. Ά 570, Έ 655).
  • 2) Αγγίζω τον ουρανό = κατέχομαι από αλαζονεία:
    • (Ζήν. Ά 276).
  • 3) Ανεβάζω κάπ. στον ουρανό = τιμώ κάπ. υπερβολικά, εξυψώνω:
    • (Ερωφ. Δ́ 328).
  • 4) Ανεβάζω το νουν κάπ. εις τσ’ ουρανούς = «αναπτερώνω» τις ελπίδες, εξάπτω τις φιλοδοξίες κάπ.:
    • (Ερωφ. Αφ. 74).
  • 5) Ανοίγουν οι καταρράκτες του ουρανού = προκ. για τον κατακλυσμό (βλ. και καταρράκτης 1):
    • (Πεντ. Γέν. VII 11).
  • 6) Κατεβάζω τον ουρανό με τ' άστρα, βλ. κατεβάζω Φρ. 2.
  • 7) Πετώ στου ουρανού τα ύψη = δείχνω επιπολαιότητα:
    • (Πανώρ. Δ́ 65).
  • 8) Υψώνω κάπ. εις τον ουρανόν, ψηλώνω κάπ. εις τσ’ ουρανούς = καθιστώ κάπ. υπερβολικά (συν. όμως απατηλά) ευτυχή:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 422), (Φορτουν. Γ́ 516).

[αρχ. ουσ. ουρανός. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανόσταλτος -η -ο [uranóstaltos] Ε5 : (λογοτ.) 1. που προέρχεται από τον ουρανό: Ουρανόσταλτη βροχή / φωτιά. 2. θεόσταλτος: Ουρανόσταλ το όνειρο.

[λόγ. ουρανο- + σταλ- (στέλνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες