Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρανοβατώ [uranovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : για κπ. που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του· αιθεροβατώ: Οι υψηλές βλέψεις που είχε για τη σταδιοδρομία του τον έκαναν να ουρανοβατεί.
[λόγ. < ελνστ. οὐρανοβατῶ]