Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρανο
22 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανο- 1 [urano] & ουρανό- [uranó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στον ουρανό1: ουρανόχρωμος, ~ξύστης. || ~κατέβατος, ουρανόσταλτος. 2. (αστρον.) στην ουράνια σφαίρα, στους αστέρες του ουρανού: ~γραφία, ~σκόπιο.

[αρχ. οὐρανο- & λόγ. < αρχ. οὐρανο- θ. του ουσ. οὐρανό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. οὐρανο-μήκης, οὐρανο-γραφία (τίτλος έργου του Δημοκρίτου) & νλατ. urano- < αρχ. οὐρανο-: ουρανο-λογία, ουρανο-μετρία < νλατ. uranologia, uranometria]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανο- 2 : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά τον ουρανίσκο συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~πλαστική, ~ρραφία.

[λόγ. < γαλλ. urano- < αρχ. οὐρανό(ς) = οὐρανίσκος: ουρανο-πλαστική < γαλλ. uranoplastie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανοβατώ [uranovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : για κπ. που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του· αιθεροβατώ: Οι υψηλές βλέψεις που είχε για τη σταδιοδρομία του τον έκαναν να ουρανοβατεί.

[λόγ. < ελνστ. οὐρανοβατῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρανόβροντος, επίθ.
  • (Προκ. για κρότο πυροβόλου όπλου) που μοιάζει να ηχεί από τον ουρανό ισχυρός σαν βροντή:
    • (Δούκ. 3113).

[<ουσ. ουρανός + βροντή. Η λ. στον Κουμαν.]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρανοβυθοφθάνος, επίθ.
  • (Προκ. για τον Έρωτα) που φθάνει ως το βάθος του ουρανού:
    • (Λίβ. P 267).

[<ουσ. ουρανός + βυθός + φθάνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανογραφία η [uranoγrafía] Ο25 : κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με την περιγραφή της ουράνιας σφαίρας. || αστρονομικός χάρτης του ουρανού.

[λόγ. < ελνστ. οὐρανογραφία `περιγραφή του ουρανού΄ τίτλος έργου του Δημοκρίτου]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρανοδρόμος, επίθ· ουρανόδρομος.
  • α) (Προκ. για αετό) που διασχίζει τους αιθέρες:
    • (Βέλθ. 771
  • β) (προκ. για άστρο) που διαγράφει πορεία στον ουρανό:
    • (Βέλθ. 238
    • (σε ανθρωπομορφική παράσταση): είχεν (ενν. το κελλίν) στέγην ουρανόν και τους αστέρων δρόμους … και Ζεύς ιστόρητο λευκός, ουρανοδρόμος
      • (Καλλίμ. 429
    • (το αρσ. ως ουσ.):
      • ουρανοδρόμον έτερον εφόρεσεν (ενν. ο τεχνίτης) εντέχνως (Καλλίμ. 441).

[μτγν. επίθ. ουρανοδρόμος. Ο τ. στο Steph.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανοθέμελο το [uranoθémelo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (λογοτ.) ο ορίζοντας.

[ουρανο- 1 + θεμέλ(ιο) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανοκατέβατος -η -ο [uranokatévatos] Ε5 : 1. (λογοτ.) που ήρθε ή έπεσε από τον ουρανό ή γενικά από ψηλά. 2. (μτφ., συνήθ. για κτ. καλό και ευπρόσδεκτο) που έρχεται ή γενικά συμβαίνει ξαφνικά και απροσδόκητα: Ουρανοκατέβατη σκέψη / ιδέα / είδηση. Ουρανοκατέβατο χτύπημα. H λύση μάς ήρθε ουρανοκατέβατη. || μη αναμενόμενος, ανέλπιστος: Ουρανοκατέβατη κληρονομιά / τύχη / επιτυχία. ουρανοκατέβατα ΕΠIΡΡ.

[ουρανο- 1 + κατεβατ(ός) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρανοκόλλητος, επίθ.
  • (Σε υπερβολή) που το ύψος του φθάνει ως τον ουρανό, πολύ ψηλός:
    • σπίτια ουρανοκόλλητα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 45).

[<ουσ. ουρανός + κολλώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες