Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρανίσκος ο [uranískos] Ο18 : το επάνω εσωτερικό τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας· υπερώα: Tο σκληρό / μαλακό τμήμα του ουρανίσκου. Ο ρόλος του ουρανίσκου στην προφορά των φθόγγων.
[λόγ. < ελνστ. οὐρανίσκος (υποκορ. του αρχ. οὐρανός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουρανίσκος ο.
-
- α) Ουρανίσκος:
- ταύτα πάντα τρίψας … μάττε αυτά μέλιτι ακάπνῳ … και άλειφε τον ουρανίσκον αυτού (ενν. του ιέρακος) (Ιερακοσ. 38726‑27)·
- β) λαιμός:
- μια πληγή του βρίσκω δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο (Ερωτόκρ. Έ 918).
[μτγν. ουσ. ουρανίσκος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ουρανίσκος: