Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουρανής -ιά -ί [uranís] Ε8 & ουρανί [uraní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα· γαλανός: ~ τοίχος. Ουρανί πουκάμισο. Mια ουρανί μπλούζα. || (ως ουσ.) το ουρανί, το ουρανί χρώμα.
[ουραν(ός) -ής· ουραν(ός) -ί 4]