Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουρί το [urí] Ο (άκλ.) : ονομασία των όμορφων κοριτσιών, τα οποία σύμφωνα με το κοράνιο θα έχουν στον Παράδεισο οι πιστοί μουσουλμάνοι: Ένα ~ του Παραδείσου, και με επέκταση για πολύ όμορφη κοπέλα.
[λόγ. < γαλλ. houri < περσ. hūrī < αραβ. hūr]
- ουρία η [uría] Ο25 : κρυσταλλική ουσία που υπάρχει κυρίως στα ούρα και δημιουργείται από την καύση αζωτούχων ουσιών στον οργανισμό: Διαπιστώθηκε επικίνδυνη αύξηση της ουρίας στο αίμα του ασθενή.
[λόγ. < γαλλ. ur(ée) -ία < urine < λατ. urina]
- ουριάζω, (I)· γουριάζω.
-
— Βλ. και γουριώ.
- I. Ενεργ.
- 1) Θρηνώ, οδύρομαι:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 38)·
- κείνη … ουριάζει, κλαίει, μαδιέται και φωνάζει (Συναξ. γυν. 991).
- 2) Ορμώ με φωνές, με αλαλαγμούς:
- ούριαξαν ολόγυρα απάνω εις τον Τόρνον με τα κοντάρια οι πεζοί τα άλογα να σφάζξουν (Χρον. Τόκκων 2349).
- 3) (Προκ. για ζώο) ουρλιάζω· (για κουρούνα ή κουκουβάγια) κράζω, (για σκύλο) αλυχτώ, (για γαϊδούρι) γκαρίζω:
- (Μαχ. 66821, 22, 20), (Συναξ. γαδ. 318).
- 1) Θρηνώ, οδύρομαι:
- II. Μεσ. (με ενεργ. σημασ.) φωνάζω, ουρλιάζω:
- (Πόλ. Τρωάδ. 5245).
[<αρχ. ωρύομαι. Ο τ. στο Meursius (λ. γουργιάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.
- ουριάζω (II)· γουριάζω
-
- (Προκ. για αβγό) κλουβιάζω:
- (Φυσιολ. (Legr.) 240).
[<επίθ. ούριος + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ., καθώς και τ. β‑, και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Προκ. για αβγό) κλουβιάζω:
- ούριασμα το.
-
- Ουρλιαχτό:
- ουριάσματα και ταραχές μεγάλες … οι γυναίκες έκαμναν (Θησ. (Foll.) I 56).
[<αόρ. του ουριάζω + κατάλ. –μα. Τ. γουριάσματα στο Du Cange (λ. γουργός) και γ‑ στο Meursius]
- Ουρλιαχτό:
- ουριασμός ο.
-
- α) Ουρλιαχτό:
- απάνω σ’ αυτούς (ενν. τους νεκρούς) πέφτουν (ενν. οι αρχόντισσες) και άρχιζαν το κλάψιμον με ουριασμούς μεγάλους (Θησ. Β́ [782])·
- β) αλαλαγμός μάχης:
- πρός την γην όλοι οι Έλληνες με ουριασμόν μεγάλον … απόκοτα όλοι εβγαίνασι (Θησ. (Foll.) I 52).
[<αόρ. του ουριάζω + κατάλ. –μός. Η. λ. στο Du Cange]
- α) Ουρλιαχτό:
- ουρικός -ή -ό [urikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα ούρα: Ουρικό οξύ, αζωτούχα οργανική ένωση που υπάρχει στα ούρα. Ουρική αρθρίτιδα, που οφείλεται σε υπερβολική ύπαρξη ουρικού οξέος στο αίμα.
[λόγ. ουρ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. urinaire]
- ούριμος, επίθ.,
- βλ. ώριμος.
- ουριοδρομώ [urioδromó] Ρ10.9α : (λόγ., ιδ. για πλοίο) κινούμαι έχοντας ευνοϊκό τον άνεμο.
[λόγ. < ελνστ. οὐριοδρομῶ]
- ούριος, επίθ.
-
— Βλ. και εξούριος, σπανούριος.
- α) (Ηθ.) κατεστραμμένος, διεφθαρμένος:
- βάλε πόθον στον Χριστόν, … μη ποίσεις ούριαν ψυχήν διά απροσεξίας (Φυσιολ. (Legr.) 251)·
- β) υβριστ. για αγένειο (βλ. Eideneier, Σπανός, σ. 313 και εξούριος):
- Συναξάριον … σπανού, του ουρίου και εξουρίου (Σπανός A 160).
[αρχ. επίθ. ούριος. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- α) (Ηθ.) κατεστραμμένος, διεφθαρμένος: