Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουράνιο το [uránio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι σκληρό, γκρίζου χρώματος και βρίσκεται σε πολλά μεταλλεύματα πάντα μαζί με το ράδιο: Οξείδια / ισότοπα του ουρανίου. Εμπλουτισμένο ~. Tο ~ είναι βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
[λόγ. < νλατ. urani(um) -ον με βάση το όν. του πλανήτη Ουρανού, που έτυχε να ανακαλυφτεί την ίδ. δεκαετία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουράνιος, επίθ.
-
- 1)Που κατοικεί ή βρίσκεται στον ουρανό· που προέρχεται από τον ουρανό:
- (Διήγ. Αλ. G 26313), (Βέλθ. 453), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1446).
- 2)
- α) Θεϊκός:
- μιλιές ουράνιες, οπού μ’ αυτές λαλούσι οι … θεοί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [983]· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 88)·
- διά του νόμου του ουρανίου (Ασσίζ. 36314).
- β) άγιος, ενάρετος:
- αιδούνταν τον άγιον εκείνον αρχιερέαν, εκείνον τον ουράνιον άνθρωπον (Χίκα, Μονωδ. 131).
- α) Θεϊκός:
- 3) (Μεταφ.) εξαίσιος, υπέροχος:
- η ουράνια κόρη η χαριτωμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [355]).
- Εκφρ.
- 1) Ουράνιαι στρατιαί, βλ. στρατιά Εκφρ.
- 2) Ουράνιος άρτος, βλ. άρτος εκφρ. β.
- 3) Ουράνιος βασιλεία, βλ. βασιλεία 1γ.
- Φρ.
- 1) Απέρχομαι εις τας ουρανίους μονάς, βλ.μονή Φρ. 1.
- 2) Ντύνω κάπ. το ουράνιο ρούχο, βλ. ρούχο Φρ.
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ο ουρανός, τα επουράνια:
- στα ουράνι’ ανέβη (ενν. ο Ιησούς Χριστός) (Διγ. O 1081)·
- ο … Ιησούς Χριστός … τον οποίον προσκυνούσιν άπαντα τα ουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 984).
[αρχ. επίθ. ουράνιος. Η λ. και σήμ.]
- 1)Που κατοικεί ή βρίσκεται στον ουρανό· που προέρχεται από τον ουρανό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουράνιος -α -ο [uránios] Ε6 : 1. που έχει σχέση με τον ουρανό, και ιδίως βρίσκεται σ΄ αυτόν: Ένα ουράνιο φαινόμενο. Ουράνιο σώμα, κάθε φυσι κό αντικείμενο που φαίνεται στον ουρανό και ιδίως ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Ουράνιο τόξο*. || (αστρον.) Ουράνια σφαίρα, η νοητή σφαίρα της οποίας κέντρο είναι ο παρατηρητής ή το κέντρο της γης, ενώ πάνω στην κοίλη επιφάνειά της φαίνονται ότι κινούνται τα ουράνια σώματα. Ουράνια μηχανική. Ο άξονας της ουράνιας σφαίρας. ~ θόλος*. ~ ισημερινός* / μεσημβρινός*. 2α. που έχει σχέση με τον ουρανό ως χώρο διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Ουράνιες δυνάμεις. Ουράνιος Πατέρας, ο Θεός. Ουράνια δώματα. β. (μτφ.) που είναι πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο: Ουράνια ομορφιά / αγαθότητα / γαλήνη.
[λόγ. < αρχ. οὐράνιος]